Σάββατο 14 Νοεμβρίου 2020

Συνέντευξη με τον συγγραφέα και στιχουργό Αντώνη Παπαϊωάννου


«Στη σκλαβιά έχεις έναν εχθρό, 
αυτόν που σε έχει υπόδουλο. 
Στην ελευθερία αποκτάς περισσότερους. 
Γιατί και οι φίλοι γίνονται εχθροί».

«Ζούμε σε περίεργη εποχή.
Εδώ επικρατεί το δίκιο εκείνου πουχει
τα άρματα και εκείνου που’χει τους παράδες».

Αφορμή για τη συνέντευξη με τον εξαίρετο στιχουργό και συγγραφέα Αντώνη Παπαϊωάννου, είναι η κυκλοφορία του πολύ ενδιαφέροντος βιβλίου "Άμα θέλω γίνομαι διάβολος" (Εκδόσεις Δίαυλος, 2020), που πρόκειται για το πρώτο αστυνομικό μυθιστόρημα που αναφέρεται στην ελληνική επανάσταση. Ως ιστορικό φόντο προσφέρονται τα δύο χρόνια που προηγήθηκαν της δεύτερης πολιορκίας του Μεσολογγίου, αλλά και η ίδια η Έξοδος, κατά τις τραγικές στιγμές της οποίας δίνεται και η λύση της υπόθεσης του εγκλήματος που αναγγέλλεται στις πρώτες σελίδες: Η κόρη ενός σημαντικού προκρίτου της πόλης δολοφονείται και ο κεντρικός ήρωας του βιβλίου, ο Γιωργάκης Σγουρδέλης, αναλαμβάνει την εξιχνίαση του φόνου.

Ο τίτλος του βιβλίου είναι παρμένος από τη γνωστή φράση του Καραϊσκάκη «Άμα θέλω γίνομαι άγγελος, άμα θέλω γίνομαι πάλε διάολος» που αν και του αποδίδεται σε χρόνο μεταγενέστερο των γεγονότων του βιβλίου, ο συγγραφέας θεώρησε ότι τον χαρακτηρίζει σε όλο του τον βίο και την ενέταξε στην υπόθεση και στις ανάγκες της μυθοπλασίας. Η ιστορία του βιβλίου, μπορεί να είναι αποκλειστικά αποτέλεσμα μυθοπλασίας, αλλά είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με υπαρκτά ιστορικά πρόσωπα και γεγονότα της εποχής, όπως μας έχουν παραδοθεί από τη βιβλιογραφία και την ιστοριογραφία.

Ο λόγος, όχι μόνο για το εν λόγω βιβλίο, στον εμπνευσμένο και πολυδιάστατο δημιουργό.

Κύριε Παπαϊωάννου, παράλληλα με την κύρια επαγγελματική σας δραστηριότητα, στον χώρο της διαφήμισης κυρίως, έχετε ασχοληθεί και με το ελληνικό τραγούδι ως στιχουργός. Πότε και πώς ξεκινά η περιπέτεια με την ελληνική μουσική; Ποια είναι τα πρώτα σας τραγούδια;

Η περιπέτεια ξεκινά από τα μαθητικά χρόνια. Από το δημοτικό ακόμα έγραφα στίχους εν πλήρη συνειδήσει ότι προορίζονται για τραγούδια. Το πρώτο μου τραγούδι, που ακούστηκε επίσημα σε μια εκπομπή της ΕΡΤ, όταν ήμουν στο Λύκειο, ήταν σε μουσική της Ηλέκτρας Παπακώστα και το ερμήνευε ο Χρήστος Λεττονός. Ήταν στην εκπομπή  «Τα τραγούδια στο συρτάρι» του αξέχαστου μετέπειτα φίλου μου, Βασίλη Δημητρίου. Αυτό το τραγούδι δεν έτυχε να το ακούσω ποτέ μέχρι σήμερα! Στη συνέχεια ακολούθησε ένας παιδικός δίσκος με τον Σάκη Τσιλίκη, με τον οποίο στα φοιτητικά μου χρόνια είχα γράψει δεκάδες παιδικά τραγούδια για μια παιδική εκπομπή τότε στην ΥΕΝΕΔ.

Μια συνεργασία-σταθμός στην πορεία σας αποτελεί η πολύχρονη συμπόρευση με τον τραγουδοποιό Θανάση Γκαϊφύλλια. Πώς γνωριστήκατε και πως αποτιμάτε αυτή την κοινή σας πορεία;

Έκανα τη στρατιωτική θητεία μου ως δόκιμος έφεδρος αξιωματικός στην Κομοτηνή και βλέποντας το όνομά του στην προθήκη του δισκοπωλείου "Κύτταρο" που διατηρούσε τότε, αποφάσισα να μπω και να τον γνωρίσω. Από τότε έχουμε υπηρετήσει μια μακρά θητεία μαζί στο τραγούδι που νομίζω ότι απέφερε όμορφα αποτελέσματα, γιατί πάντα δουλεύαμε για αυτά που μας άρεσαν και μας έκαναν χαρούμενους. Για το κοινό είναι μια από τις πιο αναγνωρίσιμες συνεργασίες και είμαι ευτυχής και ευγνώμων απέναντι στην τύχη για αυτή τη συγκυρία και τη συνεργασία, αλλά και γιατί απέκτησα έναν σπουδαίο φίλο πάνω από όλα.

Ποιες άλλες συνεργασίες και τραγούδια ξεχωρίζετε αυτά τα 40 χρόνια;

Δεν είναι τόσες πολλές για να ξεχωρίσω ή να αγνοήσω κάποιες. Είμαι χαρούμενος που συνεργάστηκα με φίλους όπως ο Σάκης Τσιλίκης, ο Σπύρος Κουρκουνάκης, ο Μιχάλης Τερζής, ο Διονύσης Τσακνής, ο Γιάννης Ζουγανέλης, ο Στέφανος Δεκεριάν, ο Πέτρος Βαγιόπουλος, η Κατερίνα Κόρου, αλλά και με νεότερους συνθέτες, όπως ο εξαίρετος και ανερχόμενος συμπατριώτης σας, Βαλάντης Καπουρελάκος.
Αν όμως πρέπει, για να απαντήσω στην ερώτηση, να αναφέρω δυο ξεχωριστές συνεργασίες, είναι αυτή με τον Γιάννη Σπανό που μια επιτυχία μας, την «Αγάπη Δίκοπη» τραγούδησαν η Άλκηστις Πρωτοψάλτη, ο Δημήτρης Μητροπάνος και δεκάδες άλλοι τραγουδιστές, ενώ αγαπάω πολύ τη συμμετοχή μου μ’ ένα λαϊκό τραγούδι, το «Ποιος μπορεί να καταλάβει» σε μουσική του αξέχαστου Μάκη Γιαπράκα, στην ταινία «Όλα είναι δρόμος» του Παντελή Βούλγαρη, στο γνωστό πια σκυλάδικο «Βιετνάμ».

Ασχοληθήκατε αρκετά και με τα πνευματικά δικαιώματα των δημιουργών, μέσα από την ΕΜΣΕ και την Αυτοδιαχείριση. Τι εμπειρία αποκομίσατε από την προσπάθεια επίλυσης αυτών των χρόνιων προβλημάτων των καλλιτεχνών;

Υπήρχε πάντα μια επιδιωκόμενη και συντηρούμενη σύγχυση σε σχέση με τα πνευματικά δικαιώματα, που ευνοούσε την ασύδοτη και εν πολλοίς παράτυπη είσπραξη και διανομή από την πάντα κυρίαρχη ΑΕΠΙ. Το αποτέλεσμα είναι τα πνευματικά δικαιώματα να μην έχουν προσαρμοστεί στα νέα δεδομένα, αλλά και οι δημιουργοί να έχουν σχεδόν μαύρα μεσάνυχτα πάνω στο θέμα και να προσδοκούν λύσεις αυτοδιαχείρισης, στις οποίες δυσκολεύονται όμως να συμμετέχουν, όπως θα το ήθελε και ο όρος.

Ποιο είναι το μέλλον αυτής της ιστορίας; Είστε αισιόδοξος;

Δυστυχώς χάθηκε πολύς χρόνος με την περίεργη και αναποτελεσματική κρατική εφεύρεση της ΕΥΕΔ, χρόνος που θα έπρεπε να έχει αξιοποιηθεί για τον εκσυγχρονισμό των συστημάτων είσπραξης και διανομής και για να έχουμε μια καλύτερη μετάβαση στην επόμενη μέρα. Αυτή τη στιγμή προσπαθεί να στηθεί ένας νέος φορέας, αλλά στηριγμένος στα απαρχαιωμένα πρότυπα της ΑΕΠΙ, με τους ίδιους ουσιαστικά συντελεστές, χωρίς να έχουν λυθεί ουσιαστικά θέματα στις συμβάσεις με τους χρήστες, τη διανομή και δυστυχώς με πολλές παρενέργειες που δημιούργησε η έντονη κομματικοποίηση του φορέα. Δεν είμαι αισιόδοξος για την επόμενη διετία τριετία. Το πρόβλημα είναι ότι χωρίς πνευματικά δικαιώματα, δεν μπορούμε να έχουμε σοβαρή επαγγελματική παραγωγή τραγουδιών που μπορούν να αποφέρουν νέα πνευματικά δικαιώματα. Ελπίζω σε μια καλύτερη όμως συνεννόηση όλου του χώρου, πριν παγιωθεί αυτός ο φαύλος κύκλος.

Ποιους στιχουργούς θεωρείτε «δασκάλους» από την προγενέστερη γενιά και ποιους «συνοδοιπόρους» από τη δική σας γενιά;

Σίγουρα διδάχτηκα πολλά από τη γραφή του Νίκου Γκάτσου, αλλά και φυσικά από τους κορυφαίους μας, τον Λευτέρη Παπαδόπουλο και τον Μάνο Ελευθερίου που μας συνέδεε πάντα και μια φιλία, ενώ έχω μελετήσει τον Κώστα Βίρβο, την Σώτια Τσώτου, τον Πυθαγόρα, τον Βαγγέλη Γκούφα, το Μιχάλη Μπουρμπούλη, αλλά και άλλους που δεν είχαν μεγάλη προβολή, αλλά σπουδαία τραγούδια.
Συνοδοιπόρους θεωρώ πολλούς και πιο σπουδαίους από μένα, αλλά θα αναφερθώ σε κάποιους που γνωρίζω καλύτερα γιατί είναι και φίλοι μου, όπως ο Γιώργος Κλεφτογιώργος και ο Χριστόφορος Μπαλαμπανίδης.

Ξεχωρίζετε κάποιους από τους νέους στιχουργούς; Ακούτε ενδιαφέροντα πράγματα στο σημερινό ελληνικό τραγούδι;

Υπάρχει μια υπερπληθώρα παραγωγών, την οποία ευνοεί το διαδίκτυο, που δυσκολεύει λίγο έως πολύ την παρακολούθηση του ελληνικού τραγουδιού, ώστε να έχει κανείς μια ολοκληρωμένη εικόνα ενός νέου στιχουργού. Επειδή η αγωνία του δημιουργού δεν σταματά ποτέ, είμαι σίγουρος ότι γράφονται σπουδαία πράγματα, τα οποία όμως δυσκολεύομαι να εντοπίσω ανάμεσα σε αυτά που προβάλλονται περισσότερο.

Ως γραφιάς -ενίοτε και ως εκδότης- έχετε ασχοληθεί με πολλά: συγγραφή θεατρικών έργων, σενάρια για την τηλεόραση, κείμενα για ντοκιμαντέρ, ραδιόφωνο, περιοδικά, εφημερίδες, πολλά τραγούδια για τη δισκογραφία, για θεατρικές παραστάσεις και κινηματογραφικές ταινίες… Πώς και άργησε τόσο πολύ η έκδοση του πρώτου σας βιβλίου;

Ίσως γιατί έπρεπε να ωριμάσει και αυτή η συνθήκη. Ίσως γιατί με διακατείχε το σύνδρομο του κουρέα που κουρεύει όλους τους άλλους, αλλά όχι τον εαυτό του. Έπρεπε να βρεθεί ένας άλλος κουρέας – εκδότης για να με εκδώσει!

Το τελευταίο διάστημα κυκλοφορούν πολλά βιβλία (ιστορικά, παιδικά, κ.λπ.) που έχουν σχέση με την επέτειο των 200 χρόνων από την Ελληνική Επανάσταση. Η έκδοση του δικού σας βιβλίου έχει σχέση με αυτή τη συγκυρία ή απλώς έτυχε να κυκλοφορήσει τώρα;

Έχοντας ολοκληρώσει σχεδόν μια τριλογία με σύγχρονα αστυνομικά, ήθελα, σαν παιχνίδι, να τοποθετήσω μια αστυνομική ιστορία σε μια άλλη χρονική ιστορική στιγμή. Η εποχή της Ελληνικής Επανάστασης προσφερόταν περισσότερο, ανεξάρτητα από τη συγκυρία και προέκυψε μέσα από συζητήσεις με φίλους, σχεδόν αναπόφευκτα. Δεν ξέρω αν ευνοεί το βιβλίο, ή όχι, αυτή η συγκυρία, γεγονός όμως είναι ότι πολλοί που το διάβασαν, μου είπαν ότι άρχισαν να ενδιαφέρονται περισσότερο για τα ιστορικά γεγονότα και πρόσωπα που περιλαμβάνει και αυτό το βρίσκω χρήσιμο και γοητευτικό.

Είναι τόσο αρμονική η σύζευξη μυθοπλασίας και πραγματικότητας στο «Άμα θέλω γίνομαι διάβολος» που νομίζει κανείς πως ο κεντρικός ήρωας, ο Γιωργάκης Σγουρδέλης, είναι αληθινός. Πώς φτάσατε στην σύλληψη αυτής της ιδέας;

Είναι μεγάλη κουβέντα το πώς συλλαμβάνει κανείς μια ιδέα. Όλη μου τη ζωή στη διαφήμιση αυτό ήταν το ζητούμενο καθημερινά. Προφανώς είναι ένας επαγωγικός τρόπος σκέψης που σε οδηγεί στην αφετηρία μιας ιδέας, έχοντας επιλέξει ένα περιβάλλον για να κινηθείς, αλλά αυτή χτίζεται και εξελίσσεται μόνο όταν βάλεις τα χέρια στο πληκτρολόγιο και αφιερώσεις λίγο χρόνο κάθε μέρα.
Χαίρομαι που βρίσκεις αληθινό τον ήρωα, έτσι πρέπει να είναι οι ήρωες για να κυλάει η ροή. Άλλωστε αυτό συμβαίνει συχνά αφού στη ζωή και το χαρακτήρα ενός ήρωα μπορούμε να επέμβουμε πιο αποτελεσματικά απ’ ότι στον ίδιο μας τον εαυτό.

Ποια είναι τα επόμενα σχέδια; Προετοιμάζετε και το δεύτερο βιβλίο;

Ναι, αυτό τον καιρό ετοιμάζω τη συνέχεια πάλι με τον ίδιο ήρωα, στην Αίγινα αυτή τη φορά, λίγο μετά την άφιξη του Καποδίστρια. Είναι κάτι που το απολαμβάνω, τόσο κατά τη συλλογή στοιχείων, όσο και στο γράψιμο. Είναι ο δικός μου τρόπος να γιορτάσω τα 200 χρόνια από την ελληνική επανάσταση.

Τι σας ενοχλεί περισσότερο στην Ελλάδα και τους Έλληνες;

Είναι πολλά, αλλά αν απαντούσα σε αυτή την ερώτηση στο facebook θα έβλεπα από κάτω εκατοντάδες να με βρίζουν. Αυτοί ακριβώς με ενοχλούν, που αρνούνται να συζητήσουν, που αρνούνται μια προοδευτική πορεία της χώρας, αγκυλωμένοι σε μικρομεγαλισμούς για την ιστορία της και το «μεγαλείο» της, που αρνούνται να δεχτούν την πραγματικότητα και μας οδηγούν σε περιπέτειες ως ένα κράμα φαντασιακών επαναστατών από τη μια που συνυπάρχουν με φανατικούς και πιστούς σε συντηρητικά στερεότυπα που πλέον θα έπρεπε να είχαν αποβάλει, από την άλλη. Και από την Ελλάδα με ενοχλεί ότι όλους αυτούς τους δημιούργησε η ίδια σαν κράτος αποκλείοντάς τους από την ουσιαστική εκπαίδευση, από ευκαιρίες συμμετοχής σε δομές εργασίας και από κοινωνικούς σχηματισμούς.

Ποιο είναι το μεγάλο σας όνειρο, κύριε Παπαϊωάννου;

Το μεγάλο μου όνειρο είναι να μην πληρώνω ακριβά τα μεγάλα μου όνειρα, κάτι που έχει συμβεί όποτε προσπάθησα να τα υλοποιήσω. Θέλω να μπορώ να πραγματοποιώ καθημερινά μικρά όνειρα, να είμαι υγιής, να μπορώ να βλέπω τους φίλους μου, να μη χάνω το χιούμορ μου, να με φωνάζουν για καμιά δουλειά, να μπορώ να υλοποιώ τις ιδέες μου, να βρίσκω χρόνο για γράψιμο και κυρίως να καταφέρνω να κρύβω μέσα μου τα μεγάλα μου όνειρα… και να μην κουράζω τους φίλους μου περιγράφοντάς τα.

Οπισθόφυλλο Βιβλίου

1824. Το ελεύθερο πλέον Μεσολόγγι έχει αντέξει στην πρώτη πολιορκία και οχυρώνεται για την πιθανότητα μιας δεύτερης. Η παρουσία του Λόρδου Βύρωνα και του Αλέξανδρου Μαυροκορδάτου καθώς και η βοήθεια της φιλελληνικής κομητείας του Λονδίνου συμβάλλουν ώστε η πόλη να αποκτήσει σιγά σιγά τους ρυθμούς που ταιριάζουν σε μια ελεύθερη κοινωνία.

Ο φόνος της πανέμορφης κόρης ενός πρόκριτου της πόλης είναι μια μελανή κηλίδα, μέσα στο κλίμα ευφορίας που επικρατεί. Η αστυνομία Αιτωλίας αδυνατεί να πράξει τα δέοντα επιφορτισμένη περισσότερο με την εξυπηρέτηση της εικόνας του Μαυροκορδάτου και της Διοίκησης. 

Ένας νεαρός στοιχειοθέτης στην εφημερίδα Ελληνικά Χρονικά που εκδίδεται εκείνη την περίοδο στο Μεσολόγγι, με προϋπηρεσία στην αυλή του Αλή Πασά και σπουδές στην Τεργέστη κάνει για δικούς του λόγους, προσωπικό του χρέος την αναζήτηση του δολοφόνου και την εξιχνίαση του εγκλήματος. Μετατρέπεται σε έναν πρώιμο ντετέκτιβ στα χρόνια της επανάστασης. 

Η δεύτερη πολιορκία, ο λιμός και η ηρωική έξοδος που έρχονται στη συνέχεια, θα τον κάνουν να ξεχάσει το προσωπικό του χρέος ή θα καταφέρει να φτάσει στον στόχο του;

Το πρώτο αστυνομικό μυθιστόρημα που αναφέρεται στα χρόνια της ελληνικής επανάστασης του 1821. Μια συναρπαστική ιστορία, που διατρέχει την καθημερινή ζωή, αλλά και τα ιστορικά περιστατικά της διετίας 1824-1826 στο Μεσολόγγι. 

Το βιβλίο κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Δίαυλος


Ο Αντώνης Παπαϊωάννου γεννήθηκε το 1959 στην Αρχαία Νεμέα Κορινθίας. Σπούδασε Δημόσιο Δίκαιο και Πολιτικές Επιστήμες και Θέατρο. Εργάστηκε για πολλά χρόνια στη Διαφήμιση ως κειμενογράφος και δημιουργικός διευθυντής καθώς και ως σύμβουλος επικοινωνίας σε πολλές επιχειρήσεις και οργανισμούς. 

Έγραψε στίχους για την ελληνική δισκογραφία, που μελοποίησαν οι Γιάννης Σπανός, Θανάσης Γκαϊφύλλιας, Διονύσης Τσακνής, Γιάννης Ζουγανέλης, Σάκης Τσιλίκης, Μιχάλης Τερζής, Σπύρος Κουρκουνάκης, Στέφανος Δεκεριάν, Κατερίνα Κόρου, κ.ά και ερμήνευσαν οι Θανάσης Γκαϊφύλλιας, Δημήτρης Μητροπάνος, Άλκηστις Πρωτοψάλτη, Γλυκερία, Μιχάλης Βιολάρης, Καίτη Χωματά, Λαυρέντης Μαχαιρίτσας, Διονύσης Τσακνής, Γιάννης Ζουγανέλης, Σοφία Βόσσου, Κατερίνα Κόρου, Μαρία Σουλτάτου, Λία Τζιαμπάζη, κ.ά. 

Έγραψε επίσης στίχους για πολλές θεατρικές παραστάσεις και κινηματογραφικές ταινίες. Εργάστηκε ως σεναριογράφος σε τηλεοπτικές σειρές και ως αρχισυντάκτης και κειμενογράφος σε πολλά ντοκιμαντέρ με ιστορικό, πολιτιστικό και λαογραφικό περιεχόμενο, καθώς και ως ραδιοφωνικός παραγωγός. Ασχολείται συστηματικά με τη συγγραφή θεατρικών έργων, πολλά από τα οποία έχουν ανέβει σε αθηναϊκές σκηνές. Υπήρξε εκδότης βιβλίων και περιοδικών, ενώ διετέλεσε σύμβουλος έκδοσης σε περιοδικά και περιφερειακές εφημερίδες. 

Ζει στην Αθήνα και το "Άμα θέλω γίνομαι διάβολος" είναι το πρώτο του μυθιστόρημα.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

"Νότες Λογοτεχνίας"

Πολιτιστικό ιστολόγιο (από το 2009) και ραδιοφωνική εκπομπή (από το 1999) με συνεντεύξεις, αφιερώματα, ρεπορτάζ, απόψεις, ιδέες και θέσεις γύρω από το Βιβλίο, τη Μουσική και το Ελληνικό Τραγούδι, το Θέατρο και τον Κινηματογράφο, τα Εικαστικά και τη Φωτογραφία, τη Θράκη...

Για αποστολές βιβλίων, περιοδικών, μουσικών έργων (LP-CD), καθώς επίσης και για προτάσεις, ιδέες, παρατηρήσεις, επικοινωνήστε μαζί μας: theodosisv@gmail.com

Το blog δεν έχει κερδοσκοπικό χαρακτήρα. Δημοσιεύονται άρθρα πολιτιστικού και κοινωνικού περιεχομένου και οι κάθε είδους διαφημίσεις απαγορεύονται.

Επιτρέπεται η χρήση και η αναδημοσίευση των άρθρων και των φωτογραφιών, με σαφή αναφορά της πηγής σε ενεργό σύνδεσμο. Υπεύθυνος - Διαχειριστής: Θεοδόσης Βαφειάδης.