Μετά τη δίκαιη επιτυχία που σημείωσε το προηγούμενο βιβλίο της Λένας Διβάνη «Ζευγάρια που έγραψαν την ιστορία της Ελλάδας» (διαβάστε εδώ περισσότερα), η συγγραφέας γράφει «Το πικρό ποτήρι» (Πατάκης, 2020) όπου εξιστορείται ολόκληρη η πορεία που ακολούθησε ο Ιωάννης Καποδίστριας, εκκινώντας από τη γενέτειρά του Κέρκυρα και περνώντας διαδοχικά από όλες τις ευρωπαϊκές πόλεις και χώρες (Πετρούπολη, Βιέννη, Βουκουρέστι, Ελβετία) στις οποίες εργάστηκε επαγρυπνώντας αδιάκοπα για το καλό της πατρίδας, έχοντας καταφέρει να φτάσει στην κορυφή της ρωσικής αντιπροσωπείας.
Η ιστορία του πρώτου κυβερνήτη της Ελλάδας ορθά δεν συμπεριλήφθηκε στο προηγούμενο βιβλίο της συγγραφέως, καθώς η περίπτωση Καποδίστρια είναι μοναδική στον πολιτικό και διπλωματικό στίβο και υψίστης σημασίας για τη σύσταση του νεοελληνικού κράτους. Άνθρωπος του καθήκοντος, με πρωτόγνωρη προσήλωση στους στόχους του, με σπάνιες διπλωματικές και επιτελικές ικανότητες και βαθύ αίσθημα υπευθυνότητας, σήκωσε το βάρος όλου του κόσμου στους ώμους του. Ήπιε ξανά και ξανά το πικρό ποτήρι μέχρι τέλους, όπως έγραφε και στις επιστολές του συχνά.
Ο τρόπος γραφής της Διβάνη είναι όπως πάντα εύληπτος και απολαυστικός, ιδανικός για να διδαχθεί κανείς ιστορικά γεγονότα για το νεοσύστατο ελληνικό κράτος, να πληροφορηθεί για τον ταραγμένο τρόπο ζωής της αρχής του 19ου αιώνα, και να εκτιμήσει ακόμη περισσότερο την υπέρτατη θυσία αυτού του ανθρώπου. Με λόγο ρέοντα και χωρίς περιττολογίες, συνταιριάζονται με μοναδικό τρόπο η λογοτεχνία με την ιστορία. Στο επίκεντρο του βιβλίου τίθεται ο άφθαρτος, πλατωνικός έρωτας που δεν ευοδώθηκε, η σχέση του Ιωάννη Καποδίστρια με τη Ρωξάνδρα Στούρτζα, της οποίας περιγράφεται εξίσου ο χαρακτήρας και η αξιόλογη δράση της. Σε εκείνη εξομολογήθηκε με συντριβή:
«Πρέπει να θυσιάσω την προσωπική μου ευτυχία. Πρέπει να αφιερώσω τον εαυτό μου ολόκληρο στους αγώνες για την πατρίδα μας. Πρέπει να βαδίσω μονάχος. Σε παρακαλώ μη μου ζητήσεις να σου ειπώ τίποτα άλλο. Δεν αντέχω».
Ο Καποδίστριας παραμέρισε τον έρωτα που ένιωθε για τη Ρωξάνδρα, ακολουθώντας τον δρόμο τον μοναχικό. Με πρωτοφανή προσήλωση στον στόχο κατάφερε «με τη διπλωματία και τις διαπραγματεύσεις ό,τι ο Ναπολέοντας προσπαθούσε να καταφέρει με τη βία». Ακούραστα μελετάει νέες στρατηγικές, εισηγείται ήπιες αλλά μεθοδικές τακτικές, ενώ πρέσβευε χαρακτηριστικά: «Οι μεταρρυθμίσεις είναι η μόνη λύση, οι κοινωνικές αλλαγές, η βελτίωση της ζωής των ανθρώπων. Αν αναγνωρίσουμε τα δικαιώματα των λαών, θα αποτραπούν οι επικίνδυνες εκρήξεις στην Ευρώπη».
Δυστυχώς όμως η έκρηξη στον ελλαδικό χώρο δεν αποφεύχθηκε. Λίγο καιρό μετά την άφιξή του στο Ναύπλιο, διογκώθηκε η άδικη αντίδραση, κατηγορήθηκε για αυταρχισμό από «όλον τον εσμό των δημοσίων υπαλλήλων που έχασαν τις θέσεις τους, άλλους που ήθελαν να χωθούν στον κρατικό κορβανά και δεν το πέτυχαν, καπετάνιους που δεν είχαν την αναγνώριση που επιζητούσαν και όσοι ετερόκλητοι ήθελαν τον έλεγχο του κράτους, μαζί με τους Αγγλογάλλους που τον υποψιάζονταν για ρωσόφιλο, έφτιαξαν έναν ασφυκτικό κλοιό που έκλεψε όλο το οξυγόνο του Ιωάννη». Σε άλλο σημείο αναφέρεται: «Οι πάντες είχαν πέσει πάνω του, απαιτούσαν να ικανοποιηθούν αμέσως, να πάρουν γη, αξιώματα, θέση στο δημόσιο».
Όπως εύστοχα σημειώνει η Λένα Διβάνη, ο ελληνικός λαός ήταν «ένα εμφύλιο κουβάρι» και μεγάλο μέρος αυτού δεν εκτίμησε τον αφιλοκερδή και εργατικό χαρακτήρα του Καποδίστρια αλλά τον υπονόμευσε μέχρι θανάτου. Χαρακτηριστική είναι η αναφερόμενη φράση του Γκαίτε μόλις πληροφορήθηκε το αποτρόπαιο τέλος του «μοναχικού ήρωα»: «Από σήμερα παύω να είμαι φιλέλληνας».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου