«Χιλιάδες
και χιλιάδες Έλληνες ανεβήκανε τότε
στην κορφή του εαυτού τους, με το χρέος και
με την ελπίδα»
Δημήτρης Χατζής
«Τόσοι
άνθρωποι ναυάγια της καταιγίδας που σαρώνει τον κόσμο,
κι αντίς η δυστυχία να
τους σμίγει, τους χωρίζει»
Στρατής Τσίρκας
Το πρώτο μεγάλο πεζογραφικό έργο που συνέγραψε ο
Μήτσος Αλεξανδρόπουλος (1924-2008), αναπαριστά αριστοτεχνικά τα ζέοντα χρόνια
της κατοχής και της αντίστασης. Πρόκειται για μια ευρεία λογοτεχνική αποτύπωση
της κατοχικής Ελλάδας, που αποδίδει με ενάργεια τον τρόπο που επέδρασαν τα
μεγαλύτερα εγκληματικά γεγονότα της σκληρής ιστορίας του τόπου στην ελληνική
συνείδηση. Η δεύτερη παγκόσμια σύρραξη, η Κατοχή, οι πολιτικές εξαρτήσεις, η
αγγλική επέμβαση και ο εμφύλιος, ένας ατέλειωτος βραχνάς που πνίγει την αναπνοή
και που η μόνη φωτεινή στιγμή είναι εκείνη της αντίστασης και της εθνικοαπελευθερωτικής
επιθυμίας, υπενθυμίζοντας το διαχρονικό όραμα του ανθρώπου για ελευθερία και
δικαιοσύνη.
Η ζωή του κεντρικού λογοτεχνικού ήρωα, Κοσμά, σμίγει
με τη θυελλώδη, κοινή ανθρώπινη υπόθεση. Με ζυγισμένο λόγο, χωρίς προσπάθειες
εξωραϊστικές, ο συγγραφέας, παρά τον υποκειμενικό χαρακτήρα της πρόσληψης των
ιστορικών γεγονότων, δεν παραμερίζει την πολυπρισματική προσέγγιση. Αποκτά
ιδιαίτερη σημασία που η στάση που υιοθετεί το κεντρικό πρόσωπο απέναντι στα
πράγματα, σταδιακά διαμορφώνεται από ανύποπτη σε συνειδητή. Πριν εναντιωθεί στο
κακό, το βλέπει, το βιώνει σε όλη του την τρομακτική ισχύ, κι έπειτα ακολουθεί πορεία
με βάση τον κριτικό αναστοχασμό. Μια άρτια αφηγηματική σύνθεση που οικοδομείται σε
δύο κύριους άξονες, την απεικόνιση όσων εκτυλίσσονται τόσο στην κατεχόμενη Αθήνα όσο και
στα ελληνικά βουνά που αντιστέκονται, καλύπτοντας όλο το φάσμα των ελπίδων και
των διαψεύσεών τους.
Η Αθήνα ως εμπόλεμη μικρογραφία καταρρακώνεται από τη
γερμανική βιαιότητα που εφαρμόζεται στο ακέραιο και που έχει στραγγίσει κάθε
δυνατότητα αξιοπρεπούς διαβίωσης. Κατά την έλευση του Κοσμά στην πόλη,
ξεδιπλώνεται μια σειρά εικόνων από ανθρώπους που έχουν καταδικαστεί σε θάνατο
από ασιτία. Η αρρώστια έχει προσλάβει τέτοια συχνότητα, που ακόμη και οι
αφημένοι νεκροί στους δρόμους δεν προξενούν έκπληξη: «Πεθαίνουμε και ζούμε όπως τα κτήνη, η πόλη έγινε ζούγκλα, βγαίνεις από
το σπίτι σου και μπαίνεις σε άγριο δάσος. Το φαρμάκι μουσκεύει σιγανά το κορμί
μας, το κακό αρχίζει με την απάθεια για τον πλησίον». Ταυτόχρονα, επισημαίνεται
και η ανηλεής αντιμετώπιση των υποσιτισμένων από τον ειδεχθή στρατό: «Oι Γερμανοί όρθιοι στις καρότσες,
αμίλητοι. Ένας που πέρασε με το τελευταίο αυτοκίνητο, ένας κοντόχοντρος
στρατιώτης, γούρλωνε κωμικά τα μάτια του, άνοιγε το στόμα και με τα δάχτυλα
γούβωνε τα μάγουλά του - κορόιδευε τους πεινασμένους».
Η πρωτεύουσα παρουσιάζεται να βάλλεται, ωστόσο, και
από κάποιους κατοίκους της, από όσους επιδίδονται σε πολιτικές μηχανορραφίες, από
τους μαυραγορίτες, τους προδότες, τους κατασκόπους και όλους όσοι κινούνται με
μοναδικό άξονα το προσωπικό συμφέρον σε αυτό το πρωτοφανές καθεστώς τρόμου. Μεγαλύτερο,
όμως, μέρος του πληθυσμού, με σθεναρό αντιστασιακό φρόνημα, βρίσκεται στις
διαδηλώσεις. Το πέρασμα από την πλατεία Κάνιγγος, τη Θεμιστοκλέους, κι από εκεί
στη Σίνα και στην Ακαδημίας, θα είναι διαφορετικό ύστερα από την ανάγνωση αυτού
του βιβλίου. Οι δρόμοι των ηρωικών συγκεντρώσεων, η αιματηρή κατάπνιξή τους, τα
άσπρα φουστάνια κάτω από το τανκ, τα άοπλα αμούστακα παιδιά που εκτελέστηκαν, οι
γιαγιάδες που χτυπούν με το τακούνι τους τον οδηγό του άρματος, μαρτυρούν πως η
υποδούλωση και η ανέχεια δεν γονάτισαν την αντοχή, αλλά αποτέλεσαν το εκρηκτικό
μείγμα.
Στο δεύτερο μέρος του βιβλίου, η αντιστασιακή μυθιστορηματική
δράση μεταφέρεται στα βουνά, όπου είχε γεννηθεί ένα ισχυρό αντάρτικο
κίνημα που γιγαντώθηκε σε μαζικό μέτωπο. Ένας ανυπότακτος πυρήνας που
συντηρείται από ζεστές ελπίδες για λευτεριά και αποδέσμευση από τους
κατακτητές, παίρνει τον πόλεμο στα χέρια του. Ο Κοσμάς, ο Κεραυνός, ο Λέων, ο
Νέστορας, ο Προμηθέας, η Λαοκρατία, η Ελευθερία, εκπροσωπούν την ηρωική
αντίσταση στα κακοτράχαλα βουνά. Παρά
το γεγονός ότι μεγάλο μέρος των ανταρτών δεν ήταν πολιτικοποιημένο, ή δεν ανήκε
στον κομμουνιστικό χώρο, υποστασιοποιήθηκε κίνημα αντιεαμισμού, η ισχυροποίηση
του οποίου δίνεται με σπαρακτικές και τραγικές σκηνές. Όπως, επίσης, και οι
μετέπειτα εξελίξεις που δεν αποσόβησαν τον εμφύλιο σπαραγμό.
Με δραματικό τόνο
περιγράφονται τα Δεκεμβριανά, όταν και σφραγίστηκε η αντίληψη πως η αλληλοσφαγή
δεν θα είχε γρήγορο τέλος. Εκείνοι που έκαναν το χρέος τους σπιλώθηκαν με μια γενικευμένη
συκοφαντία που δύσκολα αντιπαλεύει κανείς, και βρέθηκαν να βαραίνουν πάνω τους
κατηγορίες προδοσίας και εξομοίωσης με δολοφόνους. Ο Αλεξανδρόπουλος σημειώνει
στο προλογικό σημείωμα του βιβλίου για τις παραχαράξεις των νικητών: «Είναι πολύ συγκεκριμένη αυτή η ιστορία,
κολλήσανε όμως πάνω της του κόσμου οι υπερβολές και οι μύθοι και δεν είναι λίγη
η επιρροή που άσκησαν, ώστε μια τόσο τίμια και γενναία υπόθεση να καταλήξει στο
πολιτικό φιάσκο και στην τραγωδία».
«Ερχόταν
μια αυγή θαμπή, κακογεννημένη, έτοιμη να πεθάνει στη φασκιά της»,
όπου είναι ασήκωτο το βάρος της απώλειας και της διάψευσης. Τα ανθρώπινα πάθη, τα
ηθικά διλήμματα και οι πνευματικές ταλαντεύσεις ενός ολόκληρου λαού, συγκροτούν
μια γενιά δοκιμασμένη, αφημένη στις πολιτικές σκοπιμότητες και ακέρια νικημένη.
Οι Νύχτες και αυγές είναι ένα μεστό, συνταρακτικό, αναγνωστικό οδοιπορικό στην
πρόσφατη και ματωμένη ιστορία του τόπου, όπου η ιστορική ακρίβεια υπερβαίνει
πολλές φορές τη μυθοπλασία.
Η χειμαρρώδης ιστορική ύλη που μεταχειρίστηκε ο
Μήτσος Αλεξανδρόπουλος μάς τροφοδοτεί με βαθύ προβληματισμό, αναδεικνύοντας τα
πολύ ρευστά όρια του παραλογισμού και του ανθρωπισμού, καλώντας μας να
δώσουμε φωνή σε όσους θυσιάστηκαν: «Οι
άνθρωποι πέφτουν, αυτή ΄ναι η μοίρα τους, η ζωή όμως δε σταματάει, συνεχίζει
τον ατελείωτο δρόμο. Οι σοφοί λένε πως τίποτα στον κόσμο δε χάνεται, άρα δε
χάνεται και το αίμα των συντρόφων μας, επιστρέφει με άλλες μορφές, με τους
καρπούς που δίνει η θυσία τους… - Ναι. Μόνο έτσι άλλωστε παρηγοριέται κανείς,
αλλιώτικα πας να τρελαθείς».
Το βιβλίο επανεκδόθηκε σε ενιαίο τόμο τον Ιανουάριο
του 2019 από τις εκδόσεις Γκοβόστη. Το κυρίως κείμενο πλαισιώνεται από το
εισαγωγικό σημείωμα της Σόνιας Ιλίνκαγια - Αλεξανδροπούλου και από τον πρόλογο
του ίδιου του συγγραφέα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου