Γεννήθηκα το 1980 στον Πειραιά με πανσέληνο και πολύωρες επιπλοκές, με κάρμα ξεριζωμού, μια συνεχής μετακόμιση, αστρόσκονη και χορδές κιθάρας παντού. Τα πτυχία και οι σπουδές μου δεν έχουν σημασία, η προέκταση της ζωής μοιάζει με την γέννα μου, επώδυνη, με επιπλοκές και συγκρούσεις, την ίδια στιγμή που γεννάω ο ίδιος το τραγούδι, το ψυχοθεραπευτικό μου αυτό ρίσκο, το σώμα στίχου και μουσικής που ρισκάρω να πλάθω, να ερωτεύομαι και μετά να θάβω.
Χάρη, καλώς ήλθες στους Εραστές του Ονείρου και στον Ορφέα. Αρχικά, πες μας πού γεννήθηκες, πού μεγάλωσες και ποια ήταν τα πρώτα σου μουσικά ακούσματα; Η καταγωγή σου (Κρήτη) σ’ έχει επηρεάσει ως δημιουργό;
Χ.Β.: Καλησπέρα Θεοδόση, ευχαριστώ εσένα, τον Ορφέα και τους Εραστές για την πρόσκληση. Γεννήθηκα στον Πειραιά και έμεινα εκεί μέχρι το 1991. Μετά σε ηλικία έντεκα ετών μετακόμισα στην Αγία Μαρίνα Κορωπίου, την καταλυτική μου άγια εξοχή. Τα τρία πρώτα βινύλια και σίγουρα καθοριστικά που άκουσα και άκουγα με τις ώρες ήταν το «Τσάι Γιασεμιού» της Αρλέτας, το «Χαμόγελο της Τζοκόντας» του Χατζιδάκι και το «Am Fenster» των Βερολινέζων City.
Η Κρήτη με σφράγισε τα χρόνια που την βίωσα, από το 2004 μέχρι το 2008. Εκεί έγραψα αρκετά τραγούδια, επηρεασμένος περισσότερο από τον τρόπο ζωής, την ελευθερία και την πληθωρική αυτή ιδιοσυγκρασία των Κρητικών που μου ταίριαξε πολύ και της ταίριαξα, παρά την παράδοση καθαυτή της ντόπιας μουσικής. Τρέφω μεγάλο θαυμασμό παρόλα αυτά για τους Πρωτομάστορες και τα Ριζίτικα, όπως και για τη μαντινάδα, καθημερινό στοιχείο δημιουργικότητας.
Πότε και πώς αποφάσισες να ασχοληθείς με τη μουσική; Τί ήταν εκείνο που σε τράβηξε στη μουσική και είπες: “Αυτό θέλω να κάνω στη ζωή μου”. Υπάρχουν στιγμές που το έχεις μετανιώσει;
Χ.Β.: Η κλασσική κιθάρα της αδερφής μου ήταν η αρχή. Όταν έφυγε η αδερφή μου από το σπίτι, η κιθάρα απέκτησε άλλη αξία για μένα. Γέμισε την πρώτη αίσθηση μοναξιάς. Ξεκίνησα μαθήματα στα δέκα και νομίζω το ρεπερτόριο αυτού του οργάνου σε συνδυασμό με τα προηγούμενα ακούσματα μου έγιναν το πρώτο όχημα. Όρισα τη μουσική ως βασική μου ασχολία, περνώντας πριν από το σκίτσο και τον κινηματογράφο. Μέχρι τα 15 μπερδευόμουν μεταξύ Σκιτσογράφου και Σκηνοθέτη. Μάταια. Βασικά, το αρχέτυπο του Παραμυθά αναπαράγω πάντα από παιδί και ο Τραγουδιστής/Μουσικός/Παραμυθάς χτίστηκε σιγά-σιγά γράφοντας τα πρώτα τραγούδια μου στο λύκειο. Η εποχή του πρώτου Έρωτα συνέπεσε με την απόφαση να ασχολούμαι κυρίως με τη μουσική πια. Δεν έχω μετανιώσει ούτε για τους έρωτες, ούτε για τη μουσική. Απλά δυσκολεύτηκα και συνεχίζω να δυσκολεύομαι.
Μίλησέ μου λίγο για τα τραγούδια που γράφεις και ερμηνεύεις. Τη θεματολογία τους, το στίχο τους, το μουσικό τους ύφος.
Χ.Β.: Θεματικά συνήθως ανακατεύω το ερωτικό με το υπερφυσικό και το βασανισμένο με το δοξαστικό. Εμμονές… Για τον στίχο δεν είναι εύκολο να μιλήσω. Άλλες φορές αρέσκομαι σε πολύ λιτές και περιεκτικές φράσεις, άλλες φορές ξεδιπλώνω εικόνες, άλλες δίνω μεγάλη σημασία στα ρήματα. Πολλά τραγούδια μου χτίζονται σε αρχέτυπα που με συναρπάζουν: ο Καταστροφέας, ο Άγγελος, το Θύμα, το Παιδί, ο Εραστής, ο Θεραπευτής, ο Αναζητητής.
Νομίζω μετά τα 26 άρχιζα να ορίζω πιο προσωπικό ύφος στη μουσική που γράφω, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν είναι έκδηλες οι μουσικές μου αναφορές. Οι μελωδικές γραμμές φέρνουν στο νου Μάνο Χατζιδάκι και Villa-Lobos, ακούς και Κραουνάκη στο βάθος, ακούς και το φιλήδονο Μπαρόκ ή τους γρίφους του Erik Satie. Οι δομές των τραγουδιών είναι κυρίως μπαλάντες, ακόμα και όταν χρησιμοποιώ τα 9/8 είτε σαν ζεϊμπέκικο, είτε σαν καρσιλαμά. Δηλαδή λειτουργούν ως αφήγηση της εκάστοτε ιστορίας και λιγότερο ως χορευτική μουσική.
Πες μου τί ετοιμάζεις αυτό τον καιρό. Ποιο είναι το επόμενο βήμα που θα ήθελες να κάνεις ως τραγουδοποιός;
Χ.Β.: Ετοιμάζω τον «Αρχάγγελο» με άλλη ενορχήστρωση και εμπλουτισμένο με επτά ακόμα τραγούδια για 13 μουσικούς και τέσσερις τραγουδιστές, όπως σκοπεύω να τον παρουσιάσω το χειμώνα στη Βιέννη. Παράλληλα ο ήδη ηχογραφημένος Αρχάγγελος ψάχνει εταιρία διανομής και εγχώρια προώθηση. Το επόμενο βήμα θα μπορούσε πάντα στην φαντασία μου να είναι το πιο ταπεινό ή και το πιο μεγαλόπνοο, αλλά οι συνθήκες υπαγορεύουν τι είναι εφικτό, οπότε αφήνω να φανεί το εφικτό και ύστερα να λειτουργήσω με φαντασία. Θα ήθελα σίγουρα να γράψω μουσική για κινηματογράφο και να εντρυφήσω στο μουσικό θέατρο, όπως και το να συνθέσω μουσικά-θεατρικά μονόπρακτα. Δηλαδή σύντομα one man show με μικρή ορχήστρα και λιτά σκηνικά, χαμηλού κόστους και με σχετική ευελιξία στην παρουσίαση τους, ακόμα π.χ. και σ’ έναν πολυσύχναστο δρόμο. Μ’ εξιτάρουν και τα μικρά και τα μεγάλα σχέδια.
Νομίζεις πως η δισκογραφία στη χώρα μας έχει παρόν και μέλλον; Κι αν ναι, κάτω από ποιες προϋποθέσεις;
Χ.Β.: Ακόμα κι εγώ που πασχίζω να πιάσω στα χέρια μου το cd της πρώτης αυτής δουλειάς, έχω σχεδόν απομυθοποιήσει την αξία του και αισθάνομαι στέλνοντάς το σε εταιρίες σαν να βάζω το παιδί μου να πάει πρώτη μέρα σχολείο περνώντας από την χώρα των ζόμπι. Νομίζω ότι οι δισκογραφικές πνέουν τα λοίσθια και υποψιάζομαι ότι θα συνεχίσουν να αφανίζονται κάτω από μια συνεχή γενική συγχώνευση σε μια, δυο, τρεις το πολύ «εκδοτικές εταιρίες» στα επόμενα χρόνια. Παρόλα αυτά οι μικρές εταιρίες που δεν είναι αμιγώς δισκογραφικές έχουν να πατήσουν και σε περιοδικά ή βιβλία, προϊόντα που δεν κοπιάρονται ή ανεβαίνουν στο διαδίκτυο.
Τί είναι αυτό που θα ήθελες, ως νέος καλλιτέχνης, να βρεις σε μία δισκογραφική εταιρία; Έχεις απογοητευτεί γενικότερα από το δισκογραφικό σύστημα;
Χ.Β.: Έχω απογοητευτεί γενικότερα από την παντοκρατορία των διαφημιστών. Έχω απογοητευτεί με το σουλούπωμα των ίδιων των καλλιτεχνών βάσει διαφημιστικών απαιτήσεων λαϊκής αγοράς. Αν το τραγούδι μου είναι ικανό να «σηκώσει» την διαφήμιση μιας εταιρίας κινητής τηλεφωνίας, μιας εταιρίας παγωτών, χυμών και άλλων προϊόντων μπαίνει σε προτεραιότητα, επενδύουν εύκολα σ’ αυτό και στο τέλος καταφέρνω να ζω αξιοπρεπώς για ένα χρονικό διάστημα μόνο μ’ ένα τραγούδι. Αν το τραγούδι μου όμως είναι καλό, μια μοναδική εφεύρεση τέχνης με ταυτότητα και ουσία -και δεν εννοώ κοινώς «εντεχνίλα» που σημαίνει πλέον κάτι ασαφές- τότε απέτυχα. Δεν θα καταφέρω να επιβιώσω ούτε με δέκα, ούτε με εκατό. Διαφωνώ με την έννοια «εμπορικότητα» που φτάσαμε να ασπαζόμαστε ακόμα κι εμείς που βρίσκουμε τους εαυτούς μας έξω από το σύστημα.
Από το μουσικοδημοσιογραφικό σύστημα; Σ’ έχει κουράσει; Λειτουργούν όλα όπως θα έπρεπε ή πιστεύεις πως υπάρχουν στα περισσότερα μέσα αποκλεισμοί; Πώς κρίνεις τη στάση και τη συμπεριφορά τους γενικά, μέσα από τη δική σου εμπειρία;
Χ.Β.: Μ’ έχουν κουράσει οι δημοσιογράφοι σε περιοδικά, τηλεοράσεις και ραδιόφωνο που παίζουν, σχολιάζουν και γράφουν με πάθος για τα προβλεπόμενα εφιαλτικά playlist. Απλά. Όσον αφορά εμένα να πω ότι έχω μικρή εμπειρία. Έως τώρα το δικό μου πόνημα παρουσιάστηκε από τρεις ανθρώπους - οι δύο απ’ αυτούς δημοσιογράφοι. Εσύ Θεοδόση είσαι ο τέταρτος κατά σειρά. Κοινό στοιχείο και στους τέσσερις η ειλικρινής μουσική εκτίμηση για τα τραγούδια μου. Δεν έχω μέσα διαφήμισης «αντικαλλιτεχνικά» και ούτε θέλω ποτέ να έχω.
Ποιες είναι οι καλλιτεχνικές σου ανησυχίες; Τί είναι αυτό που σε κάνει να γράφεις και να τραγουδάς;
Χ.Β.: Δεν θα πω ότι είμαι σε διαρκή καλλιτεχνική ανησυχία. Περνάω κι εγώ τις χειμερίες νάρκες μου που είναι συνυφασμένες με το πώς ζω, πως αναλύομαι και τι μου φέρνει ο χρόνος. Από τέλη Αυγούστου θα ανησυχώ για το ιδανικό εφικτό σχήμα μουσικών.
Όπως είπα και πριν, το πολύ έντονο αρχέτυπο του Παραμυθά κρύβεται πίσω από την ανάγκη μου να γράφω και να τραγουδάω. Τίποτα άλλο.
Πώς βλέπεις γενικά, τόσο τη μουσική σκηνή της πατρίδας μας, τους καλλιτέχνες δηλαδή, όσο και το παρόν και το μέλλον του τραγουδιού; Ξεχωρίζεις ιδιαίτερα κάποιους; Νομίζεις πως η μουσική και το τραγούδι έχουν ακόμη πολλά και καινούργια πράγματα να προσφέρουν;
Χ.Β.: Έχω την εικόνα μιας πιο ελεύθερης και εξελίξιμης πορείας στο τραγούδι με αγγλικό στίχο εγχώρια, παρά με ελληνικό. Δεν ξέρω που οφείλεται αυτό. Το ελληνικό τραγούδι μένει πίσω και παλεύει διαρκώς με φαντάσματα και μνήμες της δεκαετίας του ’90, τότε που έβγαιναν αξιόλογες δουλειές, φρέσκος ήχος και ζωντανοί στίχοι. Εδώ και μια δεκαετία ο ελληνικός στίχος κουράστηκε να «ψάχνεται» και κόλλησε σε κάποια στεγανά. Παρόλα αυτά υπάρχουν και σύγχρονα κλασσικά τραγούδια, εκτός πορείας χρόνου, με γερό στίχο, δεμένη μουσική και θα συνεχίζουν να γράφονται. Αλλά από λίγους. Δεν ονοματίζω.
Στο δίσκο που έχεις ετοιμάσει συμμετέχει ερμηνεύοντας δυο τραγούδια η Λιζέτα Καλημέρη. Πώς προέκυψε αυτή η συνεργασία;
Χ.Β.: Άκουσα τη Λιζέτα πρώτη φορά το 2002 στο Αερικό, σ’ ένα live του Λουδοβίκου. Δεν ξεχνώ με τίποτα τη στιγμή που κατέβασε το μικρόφωνο και τραγούδησε a capella μ’ έναν προβολέα πάνω της. Την είδα πάλι μετά από έξι χρόνια στο Ρέθυμνο και της μίλησα για πρώτη φορά. Μου έδωσε έναν αριθμό κινητού. Την πήρα μετά από ένα μήνα, την βρήκα στο Σταυρό του Νότου και της έδωσα ένα ντέμο. Ύστερα από λίγες μέρες το άκουγε μ’ ένα φορητό cd player πίνοντας τον καφέ της κάπου έξω, μόνη και μιλάγαμε στο τηλέφωνο. Με τίμησε η ειλικρίνεια και η αμεσότητά της. Κάτι δεν της πήγαινε στο κατά τ’ άλλα ενδιαφέρον ντέμο, κάπου δεν έβρισκε τον συγχρονισμό μας. Πέρασε άλλος ένας χρόνος και επικοινώνησα πάλι δριμύτερος. Συγχρονιστήκαμε στο «είμαι» και στο «έχω» με αποτέλεσμα τη συμμετοχή της στη «Στοά» και στη «Φωτογραφία», δύο τραγούδια βασανισμένα, θα’ λεγα. Την ευχαριστώ για την εμπειρία που μου χάρισε όσο και την τέχνη της.
Στο δίσκο συμμετέχει και η νεαρή τραγουδίστρια Παυλίνα Κατσή. Πες μου δυο λόγια γι’ αυτή τη φωνή. Ποιους καλλιτέχνες της γενιάς σου θεωρείς συνοδοιπόρους, μουσικούς συγγενείς σου;
Χ.Β.: Την γνώρισα σ’ ένα μικροσκοπικό μπαρ άλλων εποχών να πίνει κονιάκ. Έπινα πολύ τότε, αλλά εκεί πρόλαβα να μεθύσω σε μισή ώρα μόλις, ακούγοντας μια βελούδινη φωνή διαρκώς να τραγουδάει έχοντας αυτήν την υπεργλυκαιμία των πέντε αστέρων του ποτού της. Τώρα πια προστέθηκαν άλλα δύο αστεράκια λόγω ωριμότητας. Φέρνει μνήμες από την εποχή του μεσοπολέμου, κάνει μια στάση στα τέλη των 80ς και φτάνει ο ήχος της στο απόλυτο «τώρα». Δεν φοβάται να καεί καθώς τραγουδάει και αυτό είναι πάντα μια κρυφή προσμονή μου όποτε παίζω μαζί της. Της έχω αδυναμία και φαίνεται άλλωστε απ’ το γεγονός ότι τραγουδάει στο μισό σχεδόν δίσκο. Είναι συνοδοιπόρος και μουσικά συγγενής μου. Είμαστε φίλοι. Μάλλον οι καλλιτέχνες της γενιάς μου που πιθανόν να βρω στενές συγγένειες δεν έχουν βγει ακόμα στο προσκήνιο, ίσως κρύβονται και απελπίζονται περιμένοντας αλλαγές. Για τον μουσικό χώρο μιλάω πάντα.
Ποιες είναι οι επιρροές σου; Ποιους τραγουδοποιούς -και όχι μόνο τραγουδοποιούς- αγαπάς; Σε ποιους επιστρέφεις κάθε φορά που θέλεις να νιώσεις όμορφα, ακούγοντας τις δημιουργίες τους;
Χ.Β.: Αγαπάω σχεδόν όλη τη γκάμα της μουσικής δημιουργίας προτιμώντας την Ευρωπαϊκή περισσότερο προέλευση. Σε μια δεξαμενή: Μάνος Χατζιδάκις, J.S.Bach, Henry Purcell, Λένα Πλάτωνος, Κώστας Σκαρβέλης και Παναγιώτης Τούντας, Mahler, Ottorino Respighi, Villa Lobos, Γιώργος Ζαμπέτας και Σταμάτης Κραουνάκης, Κώστας Γιαννίδης, Βασίλης Τσιτσάνης, Jeff Buckley και Radiohead, Francesco Landini και Marin Marais, Jordi Savall, Bjork και Σαβίνα Γιαννάτου, Ravel, Allan Hovhaness και Arvo Part. Ανακατεμένοι μάγοι μέσα μου. Πάντα τους δίνομαι.
Υπάρχει κάποιο τραγούδι που θα ήθελες να γράψεις και να ερμηνεύσεις πρώτος; Ποιο τραγούδι έχεις ζηλέψει και γιατί;
Χ.Β.: Νομίζω ότι το «Μόνο» της Λένας Πλάτωνος από τον κύκλο του Καρυωτάκη ή το «A Prince of a glorius race» του Henry Purcell είναι οι απαντήσεις σε αυτές τις αμφίσημες ερωτήσεις. Δεν νομίζω ότι «ζηλεύω» αυτά τα έργα ή τους δημιουργούς τους, απλά ευγνωμονώ για την ύπαρξή τους καθότι λειτούργησαν καθοδηγητικά, σχεδόν σαν προσευχές εξιλέωσης μέσα μου και παράλληλα μου θυμίζουν πάντα μια καταγωγή πέρα από χώρες, πρόσωπα και εποχές. Με καθόρισαν στην εκτός χρόνου αντίληψή μου, απαραίτητη αντίληψη για να γράφω άλλωστε.
Ποια ερώτηση θα έκανες στον υπουργό πολιτισμού ή στον υπεύθυνο ενός πολιτιστικού φεστιβάλ, αν τον είχες μπροστά σου; Τι θα τους πρότεινες να κάνουν για να γίνουν όλα λίγο καλύτερα;
Χ.Β.: Θα τους ρώταγα αν μπορούσαν για δύο χρόνια να πάψουν ν’ ασχολούνται με μίζες. Θα τους ρώταγα αν μπορούσαν για δύο χρόνια έστω να κάνουν πιο προσφιλή και οικονομικά τα φεστιβάλ για τους πολίτες αυτής της χώρας και να δώσουν βήμα μέσα από σοβαρούς καλλιτεχνικούς διαγωνισμούς σε νέο αίμα. Επίσης θα πρότεινα το Υπουργείο Πολιτισμού να γίνει ενεργό στην γεφύρωση Ελλήνων καλλιτεχνών με φεστιβάλ του εξωτερικού και έτσι να αποκτήσουν στόχους τα νέα παιδιά που παραγκωνίζονται στην εγχώρια αναρχία. Αυτοί που τα έπαιρναν χρόνια πρέπει να συνεργαστούν με αυτούς που δεν πήραν ποτέ τίποτα και να ξεσκαρτάρουν την ουσία. Η χώρα αυτή παράγει αρκετό φυσικό πλούτο από το έδαφος και το υπέδαφος για να πουλιέται στον υπόλοιπο κόσμο. Τα ορυκτά και τα καλλιτεχνικά έργα έχουν την ίδια σημαντικότητα και συμβολίζουν ενέργειες. Ας αντιληφθούμε ότι το κέρδος δεν μπορεί να’ ναι μόνο υλικό. Θα μου πεις «βλέπεις πουθενά κέρδος πια;»… Πληρώνουμε το εικονικό χρέος τόσα χρόνια και θα το πληρώνουμε για πολλά περισσότερα, μα δεν χωράει στο μυαλό μας ότι το πραγματικό χρέος που μένει απλήρωτο είναι αυτό προς την «ταυτότητα» που ορίζει την κάθε μας μέρα. Την αυτοεκτίμησή μας. Δεν είναι άποψη ή θεώρημα. Είναι οι ίδιες οι ζωές των καλλιτεχνών και αυτό που γεννήθηκαν να προσφέρουν. Το υπουργείο Πολιτισμού μέχρι τώρα είναι ένα τσαντίρι δημοσίων σχέσεων για συσπειρωμένες οικογένειες κι ένα πέρασμα πακέτων χρημάτων για τις μίζες των λίγων.
Έχεις κανάλι στο YouTube, σελίδα στο facebook και στο MySpace, όπως οι περισσότεροι νέοι τραγουδιστές και δημιουργοί. Πώς βλέπεις το ρόλο του διαδικτύου στη μουσική και γενικότερα στην τέχνη; Μπορεί να βοηθήσει το internet σήμερα έναν καλλιτέχνη; Είναι η μόνη διέξοδος τελικά;
Χ.Β.: Είναι η μόνη σίγουρη διέξοδος απευθείας για κάποιον δημιουργό-καλλιτέχνη προς τον κόσμο. Γίνεται με τους αισθητικούς όρους που νιώθει ο κάθε καλλιτέχνης ασφαλής και τα views ή τα σχόλια δείχνουν δημόσια την αληθινή διαδρομή του μέσα στον χρόνο. Δεν υπάρχουν ψευδή στοιχεία όπως παλιότερα που ακούγαμε από εταιρίες για χρυσούς και πλατινένιους δίσκους σε μια βδομάδα. Εγώ απελευθέρωσα δέκα τραγούδια που ασφυκτιούσαν στο «περίμενε» ή το «όχι» των δισκογραφικών εταιριών.
Έχω την εντύπωση ότι δεν λειτουργεί το myspace τόσο καλά όσο το youtube, είναι πιο περιοριστικό και λιγότερο εύχρηστο σε σχέση με το δεύτερο. Είναι λιγότερο μαζικό. Το ίντερνετ γονάτισε τις δισκογραφικές εταιρίες μέσα σε λίγα χρόνια και πλέον τα δεδομένα άλλαξαν. Οι δημιουργοί και οι καλλιτέχνες πρέπει να αποδεχτούν αυτήν τη θυσία και να συνεχίσουν με άλλα δεδομένα. Κανείς δεν ζει πλέον από πωλήσεις, μόνο από συναυλίες. Το cd είναι μια χαρά καλλιτεχνικής ολοκλήρωσης και όχι πια προϊόν επιβίωσης.
Σε φοβίζει το αύριο, σαν καλλιτέχνη και σαν άνθρωπο; Νιώθεις εγκλωβισμένος ώρες ώρες, μέσα σ’ αυτή την κοινωνική-οικονομική-πολιτική πραγματικότητα;
Χ.Β.: Χάνουμε διαρκώς την χώρα αυτή απ’ όλες τις απόψεις. Χάνουμε γη, χάνουμε ταυτότητα, χάνουμε αίσθηση καταγωγής. Η μνήμη δεν χάνεται όμως και θα υπάρχει πάντα για να συγκρίνουμε το τότε με το τώρα. Το κρίμα στο λαιμό μας. Είμαι σαφώς απαισιόδοξος για το τι πρόκειται να συμβεί, καθότι η χαρακτηριστική ανάγκη να περνάει καλά ο Έλληνας την ώρα του χαμού είναι ίσως και η μοίρα του. Ναι, Έλληνα… Θα βγεις να πιεις το ποτό σου, ν’ ακούσεις και μένα που τραγουδάω, θα κάνεις την ψυχαγωγική σου θεραπεία ακόμα και στο χείλος του γκρεμού. Θα παραγγέλνεις την επόμενη ποικιλία καθώς θα πέφτεις, αλλά ποτέ πια δεν θα ζεις ευτυχής σ’ αυτήν τη χώρα. Το αύριο με φοβίζει. Το χάος και η αναρχία με φοβίζουν. Δεν εννοώ τους αναρχικούς. Δεν νιώθω συντηρητικός. Η άνωθεν αναρχία, δίχως αρχή, μέση και τέλος.
Ο επίλογος σε εσένα Χάρη. Τι είναι αυτό που θα εκφράσεις με το λόγο σου ως νέος καλλιτέχνης στους αναγνώστες - ακροατές;
Χ.Β.: Θα εκφράσω την ανάγκη για αθωότητα, καθώς περπατάω χεράκι-χεράκι με το παιδί μέσα μου. Έχω ανάγκη να φτάσω μαζί του στο Όνειρο και αυτό ήταν πάντα η βάση για κάθε τι αληθινό, αυθεντικό και ασφαλές στην Τέχνη όπως την αντιλαμβανόμουν και συνεχίζω να αντιλαμβάνομαι. Δεν μου ταιριάζει καθόλου ο καπιταλισμός και αυτό το σύστημα αξιών δυσκολεύεται να με τοποθετήσει σε ράφια της αγοράς. Χαίρομαι γι’ αυτό κι ελπίζω κι εσείς. Ευχαριστώ πολύ Θεοδόση για την πρόσκληση και τον Ορφέα για τον χώρο που μου έδωσε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου