δώσε της διάρκεια· μπορείς!
Από τη μυρωδιά του χόρτου,
από την πύρα του ήλιου πάνω στον ασβέστη,
από το ατέρμονο φιλί,
να βγάλεις έναν αιώνα·
με θόλο για την ομορφιά
και την αντήχηση όπου σου φέρνουν οι άγγελοι
μες στο πανέρι, τη δρόσο από τους κόπους σου,
όλο φρούτα στρογγυλά και κόκκινα·
τη στενοχώρια σου, γεμάτη πλήκτρα
που χτυπούν μεταλλικά στον άνεμο
ή σωλήνες ορθούς που τους φυσάς καθώς αρμόνιο
και βλέπεις να συνάζονται
τα δέντρα σου όλα, δάφνες και λεύκες,
οι μικρές και μεγάλες Μαρίες
που κανείς, πάρεξ εσύ, δεν άγγιξες·
όλα μία στιγμή,
όλα η μόνη σου αστραπή
για πάντα.
Η άμμος που έπαιξες όπως με τη ζωή σου,
η Τύχη και τα στέφανα
που άλλαξες με την παντοτινή σου άγνωστη,
ο καιρός, ο ανίσχυρος εχθρός,
αν έχεις κατορθώσει μια για πάντα,
ολόισια, ν' ατενίσεις το φως!
είναι η μία στιγμή,
σθεναρή πάνω από τα βάραθρα.
Δε λέω, είχες αρρωστήσει από φασισμό
κι ήταν λίγο το ψωμί έλειπα κι εγώ στην εξορία
ήτανε λίγος ο ύπνος κι ατέλειωτες οι νύχτες
μα πάλι ποιος ο λόγος να απελπιστείς προτού να κλείσεις τα εξηντατέσσερα
μπορούσες νά' σφιγγες τα δόντια
έστω κι αυτά τα ψεύτικα χρυσά σου δόντια
μπορούσες ν' αρπαζόσουνα από' να φύλλο πράσινο
απ' τα γυμνά κλαδιά
απ' τον κορμό
μα ναι το ξέρω
γλιστράν τα χέρια κι ο κορμός του χρόνου δεν έχει φλούδα
να πιαστείς
όμως εσύ να τά' μπηγες τα νύχια
και να τραβούσες έτσι πεντέξι-δέκα χρόνια
σαν τους μισοπνιγμένους που τους τραβάει ο χείμαρρος
κολλημένους στο δοκάρι του γκρεμισμένου τους σπιτιού.
Τι βαραίνουν δέκα χρόνια για να με ξαναδείς
να ξαναδείς ειρηνικότερες ημέρες και να πας
στο παιδικό σου σπίτι με τον φράχτη πνιγμένο στα λουλούδια
να ζήσεις μες στη δίκαιη γαλήνη
ακούγοντας τον πόλεμο
σαν τον απόμακρο αχό του καταρράχτη
νά' χεις μια στέγη σίγουρη σαν άστρο
να χωράει το σπίτι μας την καρδιά των ανθρώπων
κι από τη μέσα κάμαρα
όμως εσύ μητέρα βιάστηκες πολύ
και τώρα με τι χέρια νά' ρθεις και να μ' αγγίξεις μέσ' από τη σίτα
με τι πόδια να ζυγώσεις εδώ πού' χω τριγύρω μου τις πέτρες
σιγουρεμένες σαν ντουβάρια φυλακής
με τι μάτια τώρα πια να δεις πως μέσα δω χωράει
όλη η καρδιά του αυριανού μας κόσμου
τσαλαπατημένη
κι από τον δίπλα θάλαμο ποτίζει η θλίψη
σαν υγρασία σάπιου χόρτου...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου