Τον Σεπτέμβριο του 2011 αυτοσχεδιάζει μ' ένα μουσικό σύνολο Κομοτηναίων μουσικών πάνω στην αφήγηση του Ομηρικού λόγου από τον Δημήτρη Μαρωνίτη και την ηθοποιό Λυδία Φωτοπούλου σε σκηνοθεσία του Θοδωρή Γκόνη, στο Αρχαίο Θέατρο Μαρώνειας.
Σήμερα, η καθημερινότητά της είναι μοιρασμένη ανάμεσα σε Κομοτηνή και Θεσσαλονίκη, αλλά και όπου αλλού υπάρχει τραγούδι, μουσική και Θέατρο. Την ενδιαφέρει η δισκογραφία.
Έλενα Βασιλειάδη καλησπέρα και καλώς ήρθες στον Ορφέα. Το «Φαίδρα» είναι το καλλιτεχνικό σου; Πώς προέκυψε;
Έλενα Φαίδρα Βασιλειάδη: Καλησπέρα Θεοδόση! Καλά κάνεις και με ρωτάς για το εναλλακτικό μου όνομα Φαίδρα γιατί έχει κι' αυτό τη μικρή του ιστορία: ένας φίλος και πολύ ιδιαίτερος τραγουδοποιός, τον οποίο σου προτείνω ν’ ανακαλύψεις αν δεν τον γνωρίζεις, ο Δημήτρης Πάνας, υπήρξε λοιπόν ο "καλλιτεχνικός νονός μου", όταν με κάλεσε στο στούντιο για να κάνω φωνητικά στην προσωπική του δισκογραφική δουλειά και μου είπε: Ελενάκι το επίθετο σου είναι... tres banal που λένε και οι Γάλλοι -γιατί ο Δημήτρης έχει άρρηκτους δεσμούς με τη Γαλλία και τραγουδά στα ελληνικά και στα γαλλικά- θα σε γράψω κάπως αλλιώς. Και εκεί επί τόπου βάλαμε ένα μικρό στοιχηματάκι πως αν μου έβρισκε ένα όνομα που θα μου έκανε "κλικ" θα το κρατούσα.
Elena Rheine Phaidra έχω καταγραφεί στο δίσκο του που σημαίνει Έλενα βασίλισσα Φαίδρα (από το Βασιλειάδη το μεσαίο μη φανταστείς από καταβολής!) και τελικά μου έμεινε το Φαίδρα, το οποίο για κάποιον ανεξιχνίαστο λόγο μου ασκεί μια μυστήρια γοητεία... Μου αρέσει πάντως, που φίλοι μου το έχουν οικειοποιηθεί και με φωνάζουν Φαιδρούλα!
Ποια ήταν τα πρώτα σου μουσικά ακούσματα; Τι τραγούδια άκουγες στα εφηβικά και νεανικά σου χρόνια;
Ε.Β.: Καταρχάς να σου πω ότι έχω ενθουσιαστεί που ετοιμάζομαι να ξεδιπλώσω ένα κομμάτι του εαυτού μου και να το εκθέσω, γιατί αυτό λειτουργεί τελείως ψυχαναλυτικά σ’ εμένα και μόνο εξέλιξη μου φέρνει… Μεγάλωσα στην Κομοτηνή με ποντιακά, με την Πολίτισσα γιαγιά μου να μου τραγουδάει το Καναρίνι, με Καζαντζίδη και λαϊκά, αργότερα αγάπησα τη Sade και λίγο μετά, λάτρεψα την Edith Piaf και την Τάνια Τσανακλίδου… Έκλαψα όμως και με τη Χαρούλα Αλεξίου, ταξίδεψα με το Νίκο Καββαδία... ξέρεις κάτι; Δεν έχω ταυτότητα, είμαι ελεύθερη… είμαι ένα πάζλ που ακόμα συναρμολογείται… η μουσική δεν τελειώνει ποτέ, θα γερνάω μαζί της…
Πότε και πώς αποφάσισες να ασχοληθείς με τη μουσική και το τραγούδι;
Ε.Β.: Ενώ έχω τελειώσει μηχανογραφημένη λογιστική για το χατίρι των γονιών, συντήρηση έργων τέχνης για μένα, όμως δεν ασχολήθηκα λόγω των ανθυγιεινών συνθηκών, κάπου στα είκοσιπέντε μου… με έτρωγε μέσα μου το «μελωδικό σκουλήκι» και βρέθηκα στην «Παραδοσιακή Βαλκανική Ορχήστρα Κομοτηνής» με μαέστρο τον Ηλία τον Ιωαννάκη, ο οποίος χαρακτηριστικά μου είχε δηλώσει: εσένα θα σε ρίξω στα βαθιά... θα γίνεις φίρμα… όχι πώς έγινα, αλλά είναι που κολακεύεσαι, θέλεις πιο πολύ… και έτσι επί δυο χρόνια βρέθηκα να τραγουδάω βαλκανικούς και παραδοσιακούς σκοπούς σε πανηγύρια, εκδηλώσεις και πολιτιστικά Μέγαρα… Έπειτα είπα να φύγω και να ζήσω στη Θεσσαλονίκη, γιατί δυστυχώς το τοπογεωγραφικό μου πλαίσιο ήταν στενό και περιορισμένο.
Τί ήταν αυτό που σε τράβηξε στη μουσική και είπες: “Αυτό θέλω να κάνω στη ζωή μου”.
Ε.Β.: Αυτό που με τραβάει και θα με τραβάει ακόμα και πάντα στη μουσική είναι πως λειτουργεί απόλυτα ψυχοθεραπευτικά σε μένα αλλά και σε αυτούς που με ακούνε… το τραγούδι με συνδέει με το υποσυνείδητό μου αλλά μάλλον περισσότερο με το ασυνείδητο…Έχασα πρόσφατα τον πατέρα μου νέο, δε μπορούσα να κάνω κάτι άλλο εκτός από το να του τραγουδάω ποντιακά μοιρολόγια και τραγούδια, ενώ οι άλλοι κλαίγανε… είναι η αληθινή μου γλώσσα. Καμιά φορά στα λόγια μπορεί να πω και ψέματα, όταν τραγουδάω ποτέ!
Πέρα από τη μουσική και το τραγούδι όμως, έχεις ασχοληθεί και συνεχίζεις… με το θέατρο. Μίλησέ μας γι’ αυτή την πλευρά της καλλιτεχνικής σου δραστηριότητας.
Ε.Β.: Το θέατρο… πάντοτε τραγούδι – μουσική – θέατρο τα θεωρούσα συνυφασμένα. Για μένα είναι απαράδεκτο ένας ερμηνευτής, μια ερμηνεύτρια σήμερα, να στέκει σαν αγγούρι, όσο άψογος και να’ ναι με τις νότες… το τραγούδι πηγάζει μέσα από τα ηχεία του σώματός μας και κατ’ επέκταση της ψυχούλας μας... δεν το λες μονάχα, το νιώθεις και πρέπει να το δείχνεις. Και το θέατρο βοηθά εκεί, στην παρουσίαση, στο «στήσιμό» σου. Σε φέρνει πιο κοντά στο σώμα σου και στις κρυφές πτυχές σου, σε ξεκλειδώνει... Ειλικρινά δε μπόρεσα ποτέ να καταλάβω αυτούς που τραγουδάνε και παίζουν μουσική μόνο για το μεροκάματο, σαν κομπάρσοι σε κακοστημένο έργο… καμιά φορά μέχρι και ήρωες μου μοιάζουν που έρχονται αντιμέτωποι με τις άθλιες συνθήκες ήχου, χώρου, χρόνου που επικρατούν στα ελληνικά δεδομένα και όχι μόνο. Και εγώ καμιά φορά θα γκρινιάξω όταν θα πάω για δουλειά σε κάτι λιγότερο ποιοτικό, αλλά όταν θα τραγουδήσω το τσιφτετέλι για το κορίτσι που χορεύει μπροστά μου και το ευχαριστιέται, δε μπορώ να μην το ευχαριστηθώ και εγώ. Μην το κάνεις άμα δεν το νιώθεις εν ολίγοις... βρες κάτι άλλο λιγότερο κουραστικό και ψυχοφθόρο… Με το θέατρο λοιπόν ασχολούμαι πιο περιστασιακά ως τραγουδοηθοποιός θα έλεγα, αλλά πάντα το απολαμβάνω όταν μου δίνεται η ευκαιρία. Κυρίως αυτοσχεδιάζω και… μοιρολογώ. Βρέθηκα σε περιοδεία στη Ν. Υόρκη σε τραγωδία που σκηνοθέτησε ο Κύπριος Λ. Λοιζίδης, μια αμφιλεγόμενη προσωπικότητα που είτε αγαπάς, είτε μισείς, όμως άνθρωπος με πολύ πάθος και ομολογώ πως ήταν μια αξέχαστη εμπειρία, κάνοντας τον απολογισμό μου…
Είναι στα άμεσα σχέδιά σου ένας προσωπικός δίσκος; Και αν ναι, τι τραγούδια θα ήθελες να ερμηνεύσεις;
Ε.Β.: Στα άμεσα είναι –αν και δεν ξέρω κατά πόσο θα είχε νόημα να φτιάξει κανείς ένα δίσκο στις μέρες μας- αλλά ακόμη δεν έχω βρει συνοδοιπόρους… Αυτό που έχω καταλάβει και νιώσει είναι πως είμαι ένας άνθρωπος που βαριέται εύκολα και του αρέσει να πειραματίζεται. Αυτό μάλλον αντικατοπτρίζει και στη μουσική που θέλω να τραγουδήσω. Θέλω να είναι ιδιαίτερη και επικοινωνιακή, επειδή μ’ αρέσει να ερμηνεύω και τραγούδια ξένων χωρών, κυρίως της Μεσογείου, να είναι μουσική και στίχος που θα μπορεί ν’ αγγίξει κάποιον χωρίς απαραίτητα να καταλαβαίνει τι του λέω, με δύναμη και συναίσθημα.
Νομίζεις πως η δισκογραφία στη χώρα μας έχει παρόν και μέλλον; Κι αν ναι, κάτω από ποιες προϋποθέσεις; Τι είναι αυτό που θα ήθελες ως νέος καλλιτέχνης να βρεις σε μία δισκογραφική εταιρία;
Ε.Β.: Δε μπορώ να μιλήσω για το τυχόν μέλλον της δισκογραφίας, ούτε καν για το δικό μου… όπως έχουν τα πράγματα δε μοιάζει ευοίωνο, όμως πιστεύω στα θαύματα και στην υπέρβαση! Σα νέα στο χώρο και ενίοτε ρομαντική θα’ θελα να έβρισκα ανθρώπους με καλή ακοή και ακόμη καλύτερη ψυχή, να με πάρουν απ’ το χεράκι σαν τον παλιό καλό καιρό…
Με το διαδίκτυο τα καταφέρνεις; Πιστεύεις πως είναι μια διέξοδος για τους νέους καλλιτέχνες; Πώς βλέπεις γενικότερα το ρόλο του διαδικτύου στη μουσική;
Ε.Β.: Στο διαδίκτυο… υποκλίνομαι. Είναι μεν ευχή και κατάρα μαζί γιατί μπορεί η χρήση του να γίνει εθιστική αλλά χρησιμεύει άριστα ως εργαλείο προβολής και προώθησης για τους έξυπνους και για όσους έχουν την τεχνογνωσία. Ο ρόλος του είναι λιγάκι υποβιβαστικός, η ποιότητα του ήχου δεν είναι η καλύτερη, αφού τα αρχεία συμπιέζονται σε μορφή mp3 κυρίως για την ευκολία της μεταβίβασης, συνηθίσανε και τ’ αυτιά μας στον λιγότερο καλό ήχο, αλλά τι να κάνεις, να μείνεις πίσω; Να απέχεις; Το θεωρώ αυτοκαταστροφικό… just go with the flow… που λένε! Είμαι μοιρολάτρισσα.
Γράψεις τραγούδια; Είναι κάτι που θα ήθελες να κάνεις στο μέλλον, να γίνεις τραγουδοποιός;
Ε.Β.: Μπα... δεν αξιώνω κανένα τέτοιο παράσημο, που και που γράφω στιχάκια με την αυτόματη γραφή, κυρίως βιωματικά, αυτό είναι όλο. Μάλιστα ένα από αυτά διάλεξε ο φίλος μου ο Άρης Αλβανός, ένας καινούριος αξιόλογος τραγουδοποιός, που επίσης σε προσκαλώ να τον γνωρίσεις αν δεν έτυχε, ο οποίος κυκλοφορεί την πρώτη του δισκογραφική δουλειά και έχουμε φτιάξει ένα ντουέτο μαζί με τίτλο «Γυναίκες φωτοαντίγραφα». Θα σου το στείλω να το ακούσεις.
Ε.Β.: «Γυναίκες φωτοαντίγραφα, σαν παιδικά παιχνίδια, στα χέρια κάποιου Πήτερ Παν, νεράιδες στα σκουπίδια...»
Ποιες είναι οι αγαπημένες σου Ελληνίδες -και όχι μόνο- τραγουδίστριες; Ποιες είχες ως πρότυπο από μικρή;
Ε.Β.: Προανέφερα μερικές αλλά ποτέ δε με «χαλάει» να τις επαναλαμβάνω. Είναι η Sade που έχει βελούδο στη φωνή, η Edith Piaf, που είναι το μικρό μου το σπουργίτι με την αλήτικη ζωή και την αλήτικη φωνή, είναι η Τάνια Τσανακλίδου, το γυφτάκι μου που έχει καταπιεί μια ολόκληρη παράσταση, η Χαρούλα Αλεξίου που με συγκινεί όταν μου ψιθυρίζει, η Dulce Pontes μου, που με πηγαίνει βόλτες στη θάλασσα, η Ελένη Τσαλιγοπούλου που με κάνει να χαίρομαι με το νάζι της και να λυπάμαι με το λυγμό της, η Νατάσσα Μποφίλιου που με αγγίζει, η Αλέξια που έτυχε να τη γνωρίσω στο Λος Άντζελες και είναι ένας ζεστός, υπέροχος άνθρωπος που όταν την ακούω, βρίσκομαι να πίνω ποτά μες σε κάποιο Νεουορκέζικο underground μπαρ, η Maria Callas που με γοητεύει με την επιβλητικότητά της, η Λιζέττα Καλημέρη που είναι αληθινή, η Nina Simone η Σωτηρία Μπέλλου, η Sarah Vaughan, η Άννα Βίσση σε κάποια παλιά της τραγούδια, η Ρίτα Σακελλαρίου με τους νταλκάδες της, η Ελένη Βιτάλη, η Yasmin Levy… αν και σε πρόσφατο live απογοητεύτηκα, ίσως λόγω ήχου κ.λπ. Σίγουρα ξεχνάω και πρέπει να πω ότι η ερώτηση ήταν παγίδα, δε μπορώ να σταματήσω να γράφω… και να συμπληρώσω ότι είναι σχέσεις έρωτα αυτές γι’ αυτό και μου επιτρέπω να γίνομαι κτητική!
Πώς βλέπεις σήμερα τη γενιά σου, στο ελληνικό τραγούδι; Ποιο είναι κατά τη γνώμη σου το μεγαλύτερο πλεονέκτημά της και ποιο το μεγαλύτερο μειονέκτημά της, σε σχέση με τις προηγούμενες γενιές τραγουδιστών και δημιουργών;
Ε.Β.: Δεν ξέρω Θεοδόση… πιο ηλεκτρική γενιά, πιο ηλεκτρονική και εμένα αυτό δε με φτιάχνει τόσο… θέλω πιο φυσικούς ήχους. Σα να της λείπει συναίσθημα και αλήθεια νιώθω ώρες ώρες… αλλά μπορεί και να ‘ναι της στιγμής αυτό που σου γράφω… η ώρα πήγε τέσσερις το πρωί. Αύριο μπορεί να αισθανθώ διαφορετικά! Πλεονέκτημα μάλλον είναι το ότι μπορεί να δρας εδώ, στην Κομοτηνή ας πούμε όπου και βρίσκομαι αυτή τη στιγμή και να σε ακούνε μέσα από το ίντερνετ στην Αυστραλία. Μειονέκτημα το ότι υπάρχει έλλειψη αληθινής διαπροσωπικής επικοινωνίας στο επαγγελματικό κομμάτι. Να ¨ψηθείς¨ με τον συνάδελφο στη σκηνή, στο πατάρι, να υπάρξει ροή ενέργειας… Το ‘χω νιώσει με λίγους και εκλεκτούς αυτό!
Ε.Β.: Αν πω όχι, θα ‘ναι ψέμα… σε γενικό πλαίσιο «έχω τον ατρόμητο» μέσα μου, παίρνω πολλά ρίσκα, εκτίθεμαι. Κάποιοι φόβοι μου έχουν να κάνουν κυρίως με την επιβίωσή μου, αν θα μπορώ να τραγουδάω για χρόνια ακόμη και να ζω από αυτό, γιατί είμαι αφοσιωμένη σε αυτό. Στο παρελθόν με έπιανα να σκέφτομαι και να κοροϊδεύω κάποιους που κάνανε βαρύγδουπες δηλώσεις του τύπου: η μουσική είναι η ζωή μου, γεννήθηκα για να τραγουδάω!!! Δυστυχώς ή ευτυχώς κατάλαβα με το πέρασμα του καιρού πως και για μένα είναι ένας μονόδρομος… ένας απολαυστικός, γοητευτικός και δύσκολος μονόδρομος… το τραγούδι είναι η ανάσα μου…
Ε.Β.: Αμάν, πάλι ερώτηση παγίδα! Είναι τόσα πολλά… ίσως κάποιο από τα τσίλικα που ερμήνευσε η Αλεξίου, όπως η Λιλή η Σκανταλιάρα, ή το Καίγομαι ή το Μ’ αεροπλάνα και βαπόρια, αλλά και τη Μαγεμένη Αραπιά. Έχουν μια στιβαρότητα αυτά τα τραγούδια που ταιριάζει στον τρόπο που ερμηνεύω αλλά η Λιλή έχει και τσαχπινιά που επίσης μου ταιριάζει και η Αραπιά έναν αισθησιασμό, μια ατμόσφαιρα, ένα ταξίδι που μου πηγαίνουν. Τώρα που το σκέφτομαι υπάρχει και ένα αγαπημένο ποντιακό… ο Θανάσης ο Γκαιφύλλιας πάντα μου λέει: Λενάκι προίκα σου είναι οι ρίζες σου, η παράδοση, να το φοράς πάντα αυτό το βραχιόλι… ο δε αγαπημένος μου Χρήστος Μητρέντζης μου δηλώνει: Λενάκι, πας, έρχεσαι, ταξιδεύεις αλλά πάντα εδώ θα γυρνάς, στο καλό ελληνικό λαϊκό τραγούδι, στην παρέα μας…
Σ’ αυτή την ερώτησή σου δε θα καταλήξω ποτέ σε μια συγκεκριμένη απάντηση!
Ε.Β.: Να ονειρεύονται θα τους παρακαλούσα, μικρά και μεγάλα όνειρα, δεν έχει σημασία και να ακούνε την ψυχή τους… Περαστικοί είμαστε εξάλλου…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου