μακριά θα φύγω ένα πρωί
θ' ανέβω σ' ένα αεροπλάνο
να δω τον κόσμο από κει πάνω
Όταν κοιτάς από ψηλά
μοιάζει η γη με ζωγραφιά
και συ την πήρες σοβαρά
και συ την πήρες σοβαρά
Μοιάζουν τα σπίτια με σπιρτόκουτα
μοιάζουν μυρμήγκια οι ανθρώποι
το μεγαλύτερο ανάκτορο
μοιάζει μ' ένα μικρούλι τόπι
Κι όλοι αυτοί που σε πικράνανε
από ψηλά αν τους κοιτάξεις
θα σου φανούν τόσο ασήμαντοι
που στη στιγμή θα τούς ξεχάσεις
Αγαπημένη μου, μην κλαις
πάμε μαζί ψηλά, αν θες
να δεις τη γη απ' τη σελήνη
ένα φεγγάρι είναι και κείνη
Όταν κοιτάς από ψηλά
μοιάζει ο κόσμος ζωγραφιά
και συ τον πήρες σοβαρά
και συ τον πήρες σοβαρά
Μοιάζουν οι πύργοι με κουκλόσπιτα
και τα κανόνια με παιχνίδια
από ψηλά δεν ξεχωρίζουνε
οι ομορφιές και τα στολίδια
Κι ό,τι σε πλήγωσε ή σε θάμπωσε
από ψηλά αν το κοιτάξεις
θα σου φανεί τόσο ασήμαντο
που στη στιγμή θα το ξεχάσεις
γράψε βρε ιστορία δυο λόγια και για μας.
Γράψε για μας τους ταπεινούς και τους ανώνυμους της πλάσης
σκαλί είμαστε για τους τρανούς οι θεατές στις παρελάσεις.
Αν δεν υπήρχαμε εμείς, πως θα ξεχώριζαν οι άλλοι;
Αν δεν υπήρχαν οι μικροί πως θα υπήρχαν οι μεγάλοι;
Μη μας περιφρονάς, μη μας περιφρονάς
γράψε βρε ιστορία δυο λόγια και για μας.
Αρνήσου το αν μπορείς, αρνήσου το αν μπορείς
από την ίδια λάσπη πλαστήκαμε κι εμείς.
Για μας δεν νοιάζεται κανείς, είμαστε τ' άγραφο το χιόνι
μας ξέρουν πέντε συγγενείς, η μάνα μας και οι γειτόνοι.
στα ναυπηγεία ολημερίς
φτιάχνει τα πιο γερά σκαριά
να παν οι άλλοι μακριά
να ταξιδέψουνε τη γη
οι τυχεροί, οι τυχεροί
T' απόβραδο στο καπηλειό
με τον Γιωργή τον παραγιό
λένε για χώρες μακρινές
που δεν τις είδανε ποτές
ζηλεύουνε τους ναυτικούς
τους τυχερούς, τους τυχερούς
Σαράντα χρόνια στη δουλειά
φτιάχνει καράβια σα πουλιά
κι αυτός καρφώθηκε εδώ,
δέντρο παλιό, δέντρο ξερό,
να καμαρώνει τους αϊτούς
τους τυχερούς, τους τυχερούς
Όταν πεθάνω, βρε Γιωργή
όταν σαλπάρω από τη γη
βάλε στη κάσα μου πανιά
βάλε της άλμπουρα, σκοινιά
πες πως ταξίδεψε κι αυτός
ο τυχερός, ο τυχερός
κάποιον τον καίει ο πυρετός
μας φεύγει βήμα-βήμα
Κάποιο καράβι στ' ανοιχτά
με χίλια βάσανα βαστά
να μην το πιει το κύμα
Κι εμείς οι τρεις στον καφενέ
τσιγάρο πρέφα και καφέ
Βρε δε βαριέ-, βρε δε βαριέσαι αδερφέ
Κάποιος στην άκρη του γκρεμού
κοιτάει το τέλος τ' ουρανού
μονάχος του πεθαίνει
Κάποιος στη μάχη πολεμά
η σφαίρα δίπλα μας περνά
στο στήθος του πηγαίνει
Κι εμείς οι άλλοι, μα το ναι
κάνουμε πάρτι ρεφενέ
Βρε δε βαριέ-, βρε δε βαριέσαι αδερφέ
Έξω αστράφτει και βροντά
κι ένας διαβάτης περπατά
χαμένος μες την μπόρα.
Κάπου δε θα 'χουνε ψωμί
κάπου πεινάει ένα παιδί
και κλαίει αυτή την ώρα.
Κι εμείς χορτάτοι, μα το ναι
κάνουμε γλέντια ρεφενέ
Βρε δε βαριέ-, βρε δε βαριέσαι αδερφέ
Πόσοι απόψε ξαγρυπνούν
σαν κολασμένοι τριγυρνούν
και κλαίνε και πονάνε.
Στάσου και σκέψου μια στιγμή
πόσοι σκοτώνονται στην γη
την ώρα που μιλάμε.
Κι εμείς οι τρεις στον καφενέ
τσιγάρο πρέφα και καφέ
Βρε δε βαριέ-, βρε δε βαριέσαι αδερφέ.
Ό,τι κι αν γίνει θα σ' αγαπώ
Μη με ρωτήσεις λοιπόν ποιος φταίει
Όποιος κι αν φταίει θα πω εγώ
Αντίο λοιπόν αντίο
Το χάνω κι αυτό το πλοίο
Και κάνει Θεέ μου ένα κρύο
Σαν γίνονται ένας οι δύο
αντίο λοιπόν αντίο
Το χάνω κι αυτό το πλοίο
Και κάνει Θεέ μου ένα κρύο
Σαν γίνονται ένας οι δύο
Ό,τι κι αν γίνει θα 'μαι κοντά σου
Θα ικετεύω τον ουρανό
Να μην πληρώσεις τα σφάλματα σου
Να τα πληρώσω όλα εγώ
Αντίο...
κι έρχεται η ώρα η δικιά μου
Αυτή που σαν πουκάμισο ταιριάζει
με τη μελαγχολία στη καρδιά μου, βραδιάζει
Παιδί της νύχτας μια ζωή δε το αντέχω το πρωί
με τους κυρίους στα κασμίρια τους σφιγμένους
Εγώ τη νύχτα μόνο ζω μαζί με κείνους π' αγαπώ
με τους παράνομους και τους αδικημένους
Βραδιάζει πάλι σήμερα βραδιάζει
και τότε το τραγούδι σιγοπιάνω
Σαν μάνα το σκοτάδι μ' αγκαλιάζει
μια τέτοια ώρα θέλω να πεθάνω, βραδιάζει
Παιδί της νύχτας μια ζωή δε το αντέχω το πρωί
με τους κυρίους στα κασμίρια τους σφιγμένους
Εγώ τη νύχτα μόνο ζω μαζί με κείνους π' αγαπώ
με τους παράνομους και τους αδικημένους
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου