Το ξεκαθαρίζω από την αρχή. Ο πρόλογος αυτής της συνέντευξης θα είναι πολύ προσωπικός. Ο Θανάσης Γκαϊφύλλιας είναι ένας θρύλος του ελληνικού τραγουδιού. Ένας από εκείνους τους μυθικούς μουσικούς ήρωες των εφηβικών μου χρόνων.
Τον θαυμάζω ως καλλιτέχνη, τον εκτιμώ ως άνθρωπο. Τον σέβομαι όχι μόνο για το καλλιτεχνικό του έργο, αλλά και για όλο το μύθο που ακολουθεί το όνομά του…
Παρακολουθούσα πολλά χρόνια τη δουλειά του, είχα όλη τη δισκογραφία του, αλλά δίσταζα να τον προσεγγίσω. Κάποια στιγμή έπρεπε όμως να το κάνω! Μετά από κάποια ηλεκτρονική και τηλεφωνική επικοινωνία που είχα μαζί του, πήρα την απόφαση και πήγα στο φιλόξενο σπίτι του, στην Κομοτηνή και τον συνάντησα για πρώτη φορά από κοντά. Εκεί, δίπλα του πάντα και η σύντροφος της ζωής του κα. Λία Τζιαμπάζη. Ήταν άνοιξη του 2009.
Η συνέντευξη που ακολουθεί είναι κάποιες στιγμές μόνο από τις κουβέντες μας όλο αυτό το διάστημα.
Ο Θανάσης Γκαϊφύλλιας γεννήθηκε στις 25 Οκτωβρίου του 1947 στο ακριτικό Σουφλί του Έβρου, όπου έζησε και τα πρώτα έξι χρόνια της ζωής του. Μεγάλωσε και πήγε σχολείο στην Κομοτηνή.
Από το 1968 έως το 1977 θα ζήσει στην Αθήνα και εκεί θα κάνει τους πρώτους δίσκους του, θα ερμηνεύσει και θα γράψει αγαπημένα τραγούδια και θα βρεθεί επί σκηνής με σημαντικούς συναδέλφους του.
Στην Πέμπτη Εποχή, στο Μεταξύ μας, στο Κύτταρο, στο Ροντέο, στο Λιόγερμα… με το Νίκο Ξυλούρη, το Γιώργο Ζωγράφο, τη Μαρίζα Κωχ, τη Μαρία Δημητριάδη, τον Καρυοφύλλη Δοϊτσίδη, τη Δέσποινα Γλέζου, το Νίκο Δημητράτο, την Ξανθίππη Καραθανάση, τη Δόμνα Σαμίου, τον Αντώνη Καλογιάννη και τόσους άλλους…
Κάποια στιγμή θα πάρει την ώριμη απόφαση της επιστροφής. Στη Θράκη, θα συνεχίσει να ασχολείται με τη μουσική και το τραγούδι. Θα κάνει τις δικές του επιτυχημένες παραγωγές από το Κύτταρο, το αδικημένο αλλά αγαπημένο Φύλλο Πορείας και τον Ήλιο τον Ηλιάτορα του Οδυσσέα Ελύτη που δυστυχώς μέχρι σήμερα δεν έχει κυκλοφορήσει στη δισκογραφία.
Θα γράψει μουσικές και τραγούδια για θεατρικές παραστάσεις του ΔΗ. ΠΕ. ΘΕ. Κομοτηνής, θα κάνει έναν αγώνα ζωής για την ανέγερση, αναστήλωση και επαναλειτουργία του Αρχαίου Θεάτρου της Μαρώνειας και βέβαια όλα αυτά τα χρόνια δεν θα σταματήσει τις εμφανίσεις του.
Συνεργασίες, τόσο στη δισκογραφία, όσο και σε συναυλίες με τις Μικρές Περιπλανήσεις, με το Νότη Μαυρουδή και το Γιώργο Φραντζολά, με το Μιλτιάδη Πασχαλίδη και άλλους νεότερους καλλιτέχνες, δημιουργούς και συγκροτήματα… Πού να πρωτοσταθεί κανείς!
Στις ξεχωριστές ζωντανές εμφανίσεις; Από το Ψυχιατρείο της Τρίπολης, στους λιγοστούς Έλληνες της Ίμβρου και από τις φυλακές της Κομοτηνής με τον Άκη Πάνου, στην επετειακή συναυλία για τα 550 χρόνια από την ίδρυση της Μεγάλης του Γένους Σχολή στην Κωνσταντινούπολη, με την Ελένη και τη Σουζάνα Βουγιουκλή…
Στους δίσκους; Από το «Ωτοστόπ» με τα Ανάκαρα και την «Ατέλειωτη Εκδρομή», στο τραγούδι "Παλιοκουφάλες" από τα «Μαθήματα Πατριδογνωσίας» και στο καινούργιο διπλό άλμπουμ που κυκλοφόρησε πριν λίγες μέρες από τη Lyra…
Στην κοινωνική και πολιτική διάσταση της προσωπικότητάς του; Στους αγώνες του; Στο Πολυτεχνείο και στη φιλική σχέση του με τον Αλέκο Παναγούλη; Στους ποιητές που αγάπησε και σημάδεψαν το έργο και τη ζωή του;
«Πολιτικό ραψωδό» τον είχε αποκαλέσει κάποτε η Οριάνα Φαλάτσι…
Ο Θανάσης Γκαϊφύλλιας είναι ένας ελεύθερος, ασυμβίβαστος, ανεξάρτητος άνθρωπος, ένα υπέροχο «Αγύριστο Κεφάλι» που πορεύτηκε στη ζωή και στην τέχνη σύμφωνα με τα ιδανικά και τις αξίες του. Δεν έβαλε ποτέ νερό στο κρασί του και αυτό το έχει πληρώσει. Και συνεχίζει να το πληρώνει…
Τέλος, πιστεύω ότι αυτό που κάνει έναν καλλιτέχνη πραγματικά μεγάλο και σπουδαίο δεν είναι τα βραβεία, ούτε η αναγνωρισιμότητα, ούτε οι χρυσοί και πλατινένιοι δίσκοι, ούτε η ποσότητα του έργου. Είναι όταν αυτά που γράφει και ερμηνεύει -αν μιλάμε για συνθέτες, στιχουργούς και τραγουδιστές- τα ζει στην καθημερινότητά του. Λίγοι το έχουν καταφέρει αυτό. Για τον Γκαϊφύλλια τέχνη και ζωή είναι ένα πράγμα. Τα τραγούδια του είναι προέκταση της κοσμοθεωρίας του, της ζωής του, του εαυτού του… αυτό είναι το σημαντικότερο πράγμα νομίζω στο κεφάλαιο Γκαϊφύλλιας!
Θα ήθελα να κάνουμε μια αναδρομή στα παιδικά σου χρόνια. Να μας πεις για το ταξίδι αυτό, από το Σουφλί στην Κομοτηνή, από τον Έβρο στην Ροδόπη.
Η οικογένειά μου έφυγε από το Σουφλί καθαρά για πολιτικούς λόγους, προσπαθώντας να βρει έναν άλλο τόπο να ριζώσει. Οι γονείς μου ήταν από το στρατόπεδο των ηττημένων. Η μάνα μου μια φορά στη ζωή της πήγε διακοπές σε νησί και αυτό ήταν εξορία στην Ανάφη, επί Μεταξά. Ήταν πρωτεργάτρια στους αγώνες για το 8ωρο στα εργοστάσια μεταξιού που είχαμε στο Σουφλί. Το Σουφλί, από την εποχή του '30 ακόμα, είχε βιομηχανικό προλεταριάτο. Ο πατέρας μου με τα δύο αδέρφια του ήταν στο βουνό, με αποτέλεσμα όταν τελείωσε ο εμφύλιος το κλίμα να είναι βαρύ για την οικογένειά μου στο Σουφλί. Φύγαμε το 1953 και εγκατασταθήκαμε στο πιο κοντινό αστικό κέντρο όπου θα μπορούσαν οι γονείς μου να λειτουργήσουν και να δημιουργήσουν ελεύθερα και αυτό ήταν η Κομοτηνή. Ούτε καν η Αλεξανδρούπολη, η οποία ήταν μέσα στα όρια του νομού Έβρου. Με τους γονείς μου και τον αδερφό μου το Λιάκο ήρθαμε λοιπόν στην Κομοτηνή. Ήμουν έξι χρονών. Εδώ γνώρισα έναν άλλο κόσμο. Στο Σουφλί δεν είχαμε μουσουλμάνους και οι εικόνες που αντίκρισα για πρώτη φορά εδώ στην Κομοτηνή, ήταν για μένα ένα πολιτισμικό σοκ. Μάλιστα αυτή την περιέργεια που είχα από τότε για τα πράγματα, για το τι συνέβαινε γύρω μου, την καλλιέργησα σε βάθος, προσπαθώντας αργότερα να μπω πολύ βαθιά στο θέμα της συνύπαρξης ανάμεσα στα δύο αυτά στοιχεία, στους χριστιανούς και τους μουσουλμάνους, στους Έλληνες και τους Τούρκους.
Η οικογένειά σου είχε σχέση με τη μουσική; Ποια ήταν τα ερεθίσματά σου; Πώς αποφάσισες να ασχοληθείς με το τραγούδι;
Καμιά σχέση. Σαν παιδιά και εμείς τότε προσπαθούσαμε να βρούμε κάτι ενδιαφέρον στη ζωή μας και αυτό το βρήκαμε στη γειτονιά μας, στη Φιλαρμονική του Δήμου, η οποία έπαιξε καθοριστικό ρόλο στη ζωή μας. Αφήναμε το παιχνίδι και σκαρφαλώναμε στα παράθυρα για να ακούσουμε τις πρόβες της Φιλαρμονικής. Αργότερα μπήκαμε και εμείς μέσα… Το πρώτο όργανο που μάθαμε με τον αδερφό μου ήταν το κλαρίνο. Παράλληλα με την Φιλαρμονική όμως, οι γονείς μου είχαν κάνει ένα ταξίδι στη Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης και αυτό που μας έφεραν ως δώρο ήταν μια κιθάρα, από το εργαστήριο του Δεκαβάλλα. Αυτό ήταν το δώρο τους, ήταν φιλοπρόοδοι άνθρωποι! Την έφεραν για τον αδερφό μου, ο οποίος δεν έδειξε ιδιαίτερο ενδιαφέρον και έτσι την πήρα εγώ και άρχισα να τη γρατζουνάω. Τα πρώτα ακόρντα μου τα έδειξε ένας φίλος μου και στη συνέχεια ο δάσκαλος της μουσικής. Αν και δίδασκε μόνο πνευστά, δέχτηκε να μου δείξει και μερικά πράγματα γύρω από την κιθάρα. Αλλά θα έλεγα πως είμαι κυρίως αυτοδίδακτος!
Τί τραγούδια έπαιζες;
Τραγούδια που άκουγα και μου άρεσαν από το κρατικό ραδιόφωνο, το οποίο είχε υπέροχες εκπομπές γύρω από το παλιό τραγούδι, το ρετρό, τη λάτιν μουσική... είχε τα πάντα. Αλλά θυμάμαι πως είχε και κάθε απόγευμα εκπομπές πληρωμένες από τις δισκογραφικές εταιρείες. Παρουσίαζαν καθημερινά η music box, η minos, η columbia και η lyra αν θυμάμαι καλά όλα τα νέα τραγούδια σε πρώτη μετάδοση και εμείς ακούγαμε με θρησκευτική ευλάβεια ό,τι πιο συγκλονιστικό είχε βγει από τη λαϊκή μουσική, το έντεχνο τραγούδι... Αυτό που με γοήτευε όμως ήταν το "νέο κύμα" γιατί βασιζόταν στην κιθάρα. Άκουγα τα τραγούδια και τα μάθαινα. Και όταν ήρθε ο Σαββόπουλος με το "Φορτηγό" άλλαξε για πάντα το τοπίο. Έβαλε τις βάσεις για την ελληνική rock σκηνή.
Τον εκτιμάς πολύ τον Σαββόπουλο σαν τραγουδοποιό, έτσι δεν είναι;
Αφάνταστα... δεν μπορώ να μην παραδεχτώ ότι ο Διονύσης άνοιξε το δρόμο για πάρα πολλούς. Ένας από αυτούς ήμουνα και εγώ. Επηρεάστηκα βαθύτατα από το έργο του. Αλλά η πορεία του δημιούργησε πάρα πολλά ερωτηματικά. Οι άνθρωποι που λειτουργούν ως δημόσια πρόσωπα, όπως και να το κάνουμε, πρέπει να είναι προσεκτικοί και να μην δίνουν δικαιώματα, γιατί οι άλλοι έχουν υποχρέωση να τους κρίνουν και πρέπει να τους κρίνουν.
Πώς έφτασες στην Αθήνα το 1968; Πες μας για την πρώτη επεισοδιακή συνάντηση με τον Αλέξανδρο Πατσιφά!
Όταν η έκτη τάξη αποφάσισε να πάει μια εκδρομή στην Κρήτη, έπεισα το Γυμνασιάρχη ότι κάποιος έπρεπε να κατέβει στον Πειραιά για να κλείσει θέση στο φέρι-μπόουτ για το πούλμαν και έτσι δέχτηκε να με στείλει ως προπομπό. Ήταν το πρώτο ταξίδι μου στην Αθήνα. Εγώ βέβαια δεν είχα σκοπό να ασχοληθώ με τα της εκδρομής τους, άλλη "εκδρομή" είχα στο μυαλό μου… Ήθελα να πάω στη Lyra για να ακούσουν τα τραγούδια μου. Πλήρωσε το γυμνάσιο λοιπόν τα έξοδα, κατέβηκα και είχα μαζί μου ένα σημείωμα από ένα στρατιώτη που τον είχα γνωρίσει σε μια παράσταση εδώ στην Κομοτηνή, το γνωστό μετέπειτα σκηνογράφο Γιώργο Ζιάκα και μου έγραφε τα στοιχεία της δισκογραφικής εταιρείας και ότι είναι εκεί κάποιος Κατσιφάς! Έφτασα λοιπόν και μέσα στον κόσμο, εκεί στα γραφεία της εταιρείας ζήτησα να δω τον Κατσιφά και βέβαια έπεσε το γέλιο της αρκούδας. Όλοι γελούσαν εκτός από τον Πατσιφά που ήταν παρών εκεί! Έγινε έξω φρενών βέβαια, μου επιτέθηκε και εγώ δεν ήξερα ποιος είναι αυτός και γιατί μου έβαλε τις φωνές! Άρχισε την ανάκριση μετά... ποιος είσαι και τι θέλεις! Αφού του εξήγησα, μου λέει: "Πάμε στο γραφείο". Και εκεί άκουσε τα τέσσερα πρώτα μου τραγούδια. Φωνάζει κάποιους συνεργάτες παραγωγούς και ξανά από την αρχή εγώ και επί τόπου λέει: "Πάρ’ τον και πήγαινέ τον στο studio ΕΡΑ".
Πώς ήταν η πρώτη φορά στο studio; Πώς ένιωσες;
Ήταν μαγικά. Ήταν η πρώτη φορά που άκουσα τη φωνή μου σε studio. Γυρίσαμε πίσω με τη μαγνητοταινία, τη βάλαμε να ακούγεται στα μεγάφωνα της εταιρείας, σε όλα τα πατώματα. Υπέγραψα λοιπόν το πρώτο μου συμβόλαιο και γύρισα μέσα στην τρελή χαρά στην Κομοτηνή και το έδειχνα παντού! Το ίδιο καλοκαίρι, αφού τελείωσα το σχολείο και λίγο πριν τη στράτευσή μου, κατέβηκα στην Αθήνα και ηχογράφησα τον πρώτο μου δίσκο. Ήταν ένα 45άρι με τέσσερα δικά μου τραγούδια (Απόκριση, Μες στους δρόμους και τις πλατείες, Μια Κυριακή, Μικρή Μαρία) και τίτλο το όνομά μου. Κιθάρα έπαιξε ο από τότε καλός μου φίλος Νότης Μαυρουδής. Όταν τελειώσαμε, ο Πατσιφάς, που ήταν συνεχώς δίπλα μου, με πήγε σ’ έναν φωτογράφο για τις ανάγκες του δίσκου. Εκεί μου λέει: "Τι πέδιλα είναι αυτά που φοράς; Βγάλ' τα, βγάλ' τα". 'Έτσι, στο πρώτο μου εξώφυλλο βγήκα ξυπόλητος. Από τότε κάθε φορά που του αντιμιλούσα, μου το κοπανούσε: "Σε μένα, ρε, τολμάς και μιλάς έτσι; Ξεχνάς ότι εγώ σε κατέβασα ξυπόλητο από την Κομοτηνή;" Ο Πατσιφάς ήταν ο μέντοράς μου και ποτέ δεν ξέχασα αυτά που έκανε για μένα. Την ίδια χρονιά, το καλοκαίρι του 1968, τραγουδούσα για πρώτη φορά στο Αθηναϊκό κοινό, στην μπουάτ «11» της Κυδαθηναίων, δίπλα στον αξέχαστο Γιώργο Ζωγράφο!
Το 1970 μετά από 27 μήνες στο στρατό, θα επιστρέψεις στην Αθήνα και θ' αρχίσεις να τραγουδάς στις «Εσπερίδες» του Γιάννη Αργύρη, ενώ το 1971 θα κυκλοφορήσει ο πρώτος μεγάλος προσωπικός σου δίσκος. Το περίφημο Ωτοστόπ!
Σ’ αυτό το δίσκο συμμετέχουν τα "Ανάκαρα" από τη Βέροια με τέσσερα τραγούδια. Ήταν δύο αδέρφια, ο Κώστας και η Νάγια Γεωργίου και ο Μάκης Λιόλιος τον οποίο αργότερα αντικατέστησε ο Νίκος Ζιώγαλας. Παρουσίαζαν μ’ έναν ιδιαίτερο τρόπο παραδοσιακά τραγούδια της ιδιαίτερης πατρίδας τους. Αυτό το είχε ξεκινήσει νωρίτερα ο Νίκος Χουλιαράς. Ως ηπειρώτης, τραγουδούσε στις μπουάτ ηπειρώτικα με την κιθάρα του. Και τα παιδιά αυτά με τις κιθάρες τους, τραγουδούσαν διασκευασμένα τραγούδια της Μακεδονίας. Στο "Ωτοστόπ" θα μπορούσα να συμπεριλάβω τραγούδια που αργότερα είχα βάλει στην "Ατέλειωτη Εκδρομή" του 1975, αλλά κόπηκαν από τη λογοκρισία και εκεί που θα έβγαζα εγώ έναν προσωπικό δίσκο με δώδεκα δικά μου τραγούδια, πήραν την έγκριση μόνο τρία (Αν είχα δύο ανάσες, Πάρε με ταξιδιώτη, Βουνίσιο και θαλασσινό) και δεν υπήρχε υλικό για να συμπληρωθεί ο δίσκος! Πήρα δύο τραγούδια του Δημήτρη Ψαριανού, ένα του Γιώργου Κοντογιώργου, ο οποίος έκανε και την ενορχήστρωση, δύο παραδοσιακά και τέσσερα τραγούδια τα Ανάκαρα... δηλαδή η συνύπαρξή μας, ήταν μια "ευτυχής συνύπαρξη ανάγκης". Στην ηχογράφηση με συνοδεύουν οι Socrates και τα εκπληκτικά σόλα του Γιάννη Σπάθα.
Το 1975 κυκλοφορεί από τη "Minos" ένας δίσκος-σταθμός όχι μόνο για την πορεία σου, αλλά γενικότερα για την ελληνική δισκογραφία, η "Ατέλειωτη Εκδρομή" με δέκα δικά σου τραγούδια και την Πρέβεζα βέβαια... θέλω να μου πεις όμως πώς και γιατί πήρες την ηρωική απόφαση να επιστρέψεις μόνιμα στην Κομοτηνή δύο χρόνια μετά;
Στα χρόνια της δικτατορίας, ακόμα και κατά τη διάρκεια της θητείας μου, οι σχέσεις μου με τους ανθρώπους ήταν ξεκάθαρη. Έλεγα και τραγουδούσα αυτά που πίστευα. Ήταν εδραιωμένη μέσα μου η πεποίθηση πως βρισκόμουν σε αποστολή. Έτσι πέρασα και στη συνείδηση του κόσμου. Δεν ξέρω αν ήμουν θαρραλέος ή αφελής, αλλά αυτό που ξέρω είναι ότι δεν ένιωσα ποτέ επαγγελματίας. Με το που γίνεται η μεταπολίτευση αλλάζουν άρδην τα πράγματα στην Ελλάδα και ιδιαίτερα στο χώρο του πολιτισμού και κυρίως της νύχτας. Γίνεται μια τρομερή εισβολή από αντάρτικα και από τραγούδια του Θεοδωράκη. Όλα τα μαγαζιά ομογενοποιούνται και όλοι εμείς που αρθρώναμε ένα δικό μας προσωπικό λόγο περάσαμε σε δεύτερη μοίρα, σε βαθμό που να μην ακουγόμαστε πια. Ή θα βάζαμε αντάρτικα ή θα το κλείναμε. Ήμουν σφόδρα απογοητευμένος από αυτή την κατάσταση, με τίποτα δεν ήθελα να μείνω στην Αθήνα και να προσπαθήσω να επιβιώσω κάνοντας κάτι άλλο από αυτό που πίστευα. Και εκείνη την εποχή δεν υπήρχε άλλος δρόμος. Ή θα έπρεπε να γίνω ένας επαγγελματίας με τα όλα του ή να σηκωθώ και να φύγω, όπως και έκανα. Πηγαίνω το 1976 στη Θεσσαλονίκη όπου τραγουδώ για ένα μεγάλο διάστημα στο "Λιόγερμα" με μια θαυμάσια ορχήστρα και αρχές του 1977 επιστρέφω στο σπίτι μου, στην Κομοτηνή! Ήμουν μόλις 30 χρονών και μπορούσα να αρχίσω τη ζωή μου απ’ την αρχή.
Τα σχετικά με την "Ατέλειωτη Εκδρομή" μπορεί κανείς να τα διαβάσει στο άρθρο "Η ιστορία μιας ηχογράφησης" που υπάρχει στο site Μουσικά Προάστια ή στο site Music Heaven όπου έχω δικό μου blog ως Romanticoffender.
Πέρα από τη μεγάλη προσφορά και των δύο, ποιόν θεωρείς πιο σπουδαίο ως στάση ζωής, το Μίκη Θεοδωράκη ή το Μάνο Χατζιδάκι;
Δύο σημαντικοί άνθρωποι που σημάδεψαν ανεξίτηλα τον πολιτισμό και την ιστορία της Ελλάδας. Δύο εμβληματικές προσωπικότητες που η σύγκριση τους αδικεί. Ο Χατζιδάκις είχε την παλικαριά να υπερασπίζεται με σθένος και ειλικρίνεια τα πιστεύω του, με οποιοδήποτε κόστος. Με τη σκέψη, τη στάση και το έργο του, δίδαξε αισθητική. Ο Θεοδωράκης λειτούργησε ως πολιτικό ον και ο λόγος και το έργο του έγιναν σημαίες για πολλούς αγώνες. Έγινε σύμβολο, αλλά ήρθαν στιγμές που παγιδεύτηκε στην ίδια την εικόνα του. Και κάθε φορά που είχε το θάρρος να μιλήσει με ρεαλισμό, κατηγορήθηκε από τα συντρόφια του για πολιτικό καιροσκοπισμό. Ο καθένας πορεύτηκε σύμφωνα με το χαρακτήρα και τα βιώματά του.
Πριν την "Πρέβεζα" του Καρυωτάκη με τη μουσική του Γιάννη Γλέζου ήταν να γίνει και ένας ολόκληρος δίσκος πάλι με Καρυωτάκη και Γλέζο αλλά έβαλε πάλι το χέρι της η λογοκρισία…
Πριν μπούμε στο studio μας έκοψαν. Θα ήταν ένας δίσκος που στη μια πλευρά θα είχε τρυφερά και αισθαντικά ποιήματα του Καρυωτάκη και θα τα τραγουδούσε ο υπέροχος Λάκης Παππάς. Στην άλλη πλευρά ποιήματα σκωπτικά και οργισμένα που θα τραγουδούσα εγώ. Αλλά η χούντα δεν άφησε σχεδόν κανένα να περάσει και από εκείνη την ανάμνηση και το γαμώτο, όταν το 1975 κυκλοφόρησα την "Ατέλειωτη Εκδρομή" πρώτο-πρώτο (το μοναδικό τραγούδι που δεν είναι δικό μου στον δίσκο αυτό) είναι η Πρέβεζα. Ταυτόχρονα, την ίδια χρονιά, κυκλοφορεί και η "Τετραλογία" όπου και ο Δήμος Μούτσης μελοποίησε την "Πρέβεζα" του Καρυωτάκη και την τραγούδησε ο αδικοχαμένος φίλος μου Χρήστος Λεττονός. Δηλαδή την ίδια χρονιά κυκλοφόρησαν δύο εκδοχές της "Πρέβεζας" αλλά επικράτησε η μελοποίηση του Γλέζου και η δική μου ερμηνεία. Ο Γλέζος είναι μια ιδιαίτερη περίπτωση. Είχε ήδη δώσει εξαιρετικά τραγούδια. Και οι δουλειές του επάνω στον Λόρκα, αλλά και τα άλλα τραγούδια που είχε γράψει, ήταν εξαιρετικά. Εξάλλου έχει καταξιωθεί ως ένας από τους καλύτερους Έλληνες συνθέτες.
Και μετά τραγούδησε την "Πρέβεζα" ο ίδιος ο συνθέτης (1979) και τέταρτος ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου το 1982 στο δίσκο "Φοβάμαι". Η τελευταία εκτέλεση δεν σου άρεσε ιδιαίτερα νομίζω.
Λίγο πριν κυκλοφορήσει ο δίσκος του Παπακωνσταντίνου «Φοβάμαι», έκανα ένα ταξίδι στην Αθήνα και με φιλοξενούσε ο Βασίλης στο σπίτι του στην πλατεία Αμερικής. «Σου έχω μια έκπληξη» μου είπε και έβαλε να ακούσουμε ένα δείγμα του ακυκλοφόρητου δίσκου του. Όταν άκουσα την «Πρέβεζα» έμεινα άφωνος. Του είπα πως δε μου άρεσε καθόλου η ενορχήστρωση του Κώστα Γανωσέλη με τα πνευστά στο τραγούδι. Προτιμώ την ατμόσφαιρα που είχαμε δώσει εμείς στην «Εκδρομή». Το τραγούδι εκεί είναι πιο ατμοσφαιρικό, πιο σκωπτικό και ταυτόχρονα πιο τραγικό.
Δέκα χρόνια μετά την "Ατέλειωτη Εκδρομή" θα επιστρέψεις στη δισκογραφία με το δίσκο "Φύλλο Πορείας" (1985) στον οποίο συμμετέχει και η σύντροφος της ζωής σου, η νομικός Λία Τζιαμπάζη με την οποία μόλις είχες παντρευτεί τότε. Μίλησέ μου γι' αυτή την δουλειά σου.
Σ’ αυτό το δίσκο ξεκινά η συνεργασία μου με το στιχουργό Αντώνη Παπαϊωάννου. Πρώτο τραγούδι το "Γαμήλιο Προσκλητήριο". Αυτό το τραγούδι το τυπώσαμε σε κασέτες πριν βγει ο δίσκος, το ηχογραφήσαμε στο studio του Νίκου Παπάζογλου στη Θεσσαλονίκη και το στείλαμε ως προσκλητήριο στους φίλους μας! Ήταν αρχές του 1985. Και το καλοκαίρι ηχογραφήθηκε ολόκληρος ο δίσκος στην Αθήνα. Σ' αυτή τη δουλειά υπάρχει και το τραγούδι της Κομοτηνής που αρκετά χρόνια μετά είπε και ο Μιλτιάδης Πασχαλίδης στο δίσκο "STAVENTO". Το ποίημα της Κομοτηνής το έγραψα και το δημοσίευσα όταν ήμουν στη Θεσσαλονίκη, το 1976. Αρκετά χρόνια αργότερα μου το ζήτησε ο Γιώργος Ανδρέου, το μελοποίησε και το συμπεριέλαβε στον πρώτο δίσκο του συγκροτήματος "Αλέ Ρετούρ" (1984) με τη φωνή του Στάθη Παχίδη. Είχε και ένα τραγούδι που γράψαμε για τον Καββαδία... είχε πολύ δυνατά τραγούδια αυτός ο δίσκος, αλλά ατύχησε κυρίως στο θέμα της ενορχήστρωσης. Ο Χάρης Ανδρεάδης που την έκανε, είναι πάρα πολύ καλός μουσικός, για άλλα είδη όμως. Όχι γι' αυτό που ήθελα εγώ. Αυτή όμως ήταν η επιλογή της Polygram και του παραγωγού μου Φίλιππα Παπαθεοδώρου.
Θέλω να μου πεις αν πλήρωσες και πώς το να μείνεις μόνιμα στην Κομοτηνή;
Δεν ξέρω αν πλήρωσα, μπορώ όμως με βεβαιότητα να πω ότι έκανα πράγματα για τα οποία δεν έχω μετανιώσει, ενίοτε είμαι και περήφανος, χωρίς να μπορώ να ξέρω αν έκανα το σωστό ή όχι. Τελικά... από τη στιγμή που δεν έχω μετανιώσει μάλλον σωστό ήταν!
Όταν επέστρεψες μόνιμα στην Κομοτηνή, το 1977 δημιούργησες ένα βιβλιοδισκοπωλείο όπου πουλούσες και μουσικά όργανα στην αρχή και ήταν ένας χώρος πολιτισμού για όλη την περιοχή...
Έπρεπε να κάνω κάτι για να επιβιώσω, κάτι σχετικό με τη μουσική... άνοιξα λοιπόν το 1977 το "Κύτταρο" το οποίο ήταν ένα καλλιτεχνικό στέκι, ένα κέντρο διερχομένων, ένα σημείο αναφοράς για την πόλη, για όλο τον κόσμο που ερχόταν εδώ. Ήταν τόπος συνάντησης καλλιτεχνών και δημιουργών, δεν υπήρχε δηλαδή άνθρωπος που να ήρθε στην Κομοτηνή και να μην πέρασε από το Κύτταρο. Και οι εκδόσεις των προσωπικών μου δίσκων από το Κύτταρο έγιναν (Βραδιάζει-1991, Επί πτυχίω-1996, Το τραγούδι της τιμής-1997, STAVENTO-1999). Είχε επιτυχία από κάθε άποψη. Και ως χώρος παρέμβασης στα πολιτιστικά, αλλά και ως εμπορική επιχείρηση. Πήγε περίφημα. Κράτησε 26 χρόνια αυτή η ιστορία, ως τις αρχές του 2003. Τότε έκλεισε τον κύκλο του.
Αξίζει να αναφερθούμε Θανάση σε όλες αυτές τις εξαιρετικές παραγωγές που έκανες μέσα από τη δική σου ανεξάρτητη δισκογραφική ετικέτα τη δεκαετία του ΄90. Πρώτος δίσκος για το Κύτταρο το «Βραδιάζει». Πώς προέκυψε αυτή η δουλειά;
Η ανάγκη να είμαι αυτόνομος σε όλα. Στην πρώτη μου παραγωγή είχα συμπαραστάτη και χορηγό το Δήμο Κομοτηνής. Το πρόβλημα της διακίνησης το έλυσα, ή νόμισα πως το έλυσα, κάνοντας μια συμφωνία με την εταιρεία Fm Records η οποία ανέλαβε τη διανομή. Ένα χρόνο αργότερα πήγα να δω την εκκαθάριση και βρήκα τους δίσκους έτσι όπως τους είχα πάει. Απογοητευμένος, επιστρέφω με το υλικό στην Κομοτηνή και αποφασίζω να κινηθώ και σ’ αυτόν τον τομέα, μόνος μου! Έτσι, μέσα από την απελπισία, ξεκίνησε μια υπέροχη ιστορία. Με το τηλέφωνο και το ταχυδρομείο, μέσα από το Κύτταρο, η δουλειά αυτή έφτασε παντού και μάλιστα χωρίς μεσάζοντες. Στην προσπάθεια αυτή με στήριξαν εφημερίδες, περιοδικά, ραδιόφωνα κι έτσι ήρθα σε άμεση επαφή με τον κόσμο, με τους ακροατές των τραγουδιών μου! Και σιγά σιγά άρχισε να δημιουργείται ένας κύκλος ανθρώπων από τις πιο απίθανες γωνιές της Ελλάδας και του εξωτερικού, ένας πυρήνας ακροατών που συνεχώς διευρυνόταν με κάθε νέα παραγωγή.
Πέντε χρόνια αργότερα θα κυκλοφορήσει το «Επί Πτυχίω», μια δική σου παραγωγή και ιδέα. Πώς κατάφερες να τους συγκεντρώσεις όλους αυτούς (Λ. Λαζόπουλος, Θ. Ξυδιάς, Κ. Λειβαδάς, Γ. Λαγγουρέτος κ.ά.) μαζί;
Μέσα από το δισκοπωλείο τα γνώρισα όλα αυτά τα παιδιά που βρέθηκαν στην Κομοτηνή για να σπουδάσουν. Είναι παιδιά του Κυττάρου και από τότε φίλοι μου. Ήμουν πάντα δίπλα στο Δημοκρίτειο Πανεπιστήμιο Θράκης από τα πρώτα χρόνια της λειτουργίας του και κυρίως στις καταλήψεις των φοιτητών! Τους είχα πάντα μέσα στο μυαλό μου και κάποια στιγμή τους κάλεσα, όσους είχαν ταλέντο βέβαια, να γράψουν και να ερμηνεύσουν τραγούδια για τα φοιτητικά τους χρόνια και την Κομοτηνή. Ο μόνος που δεν ήταν φοιτητής στον δίσκο αυτό ήμουν εγώ, όπου συμμετείχα με το «Αντισταθείτε» του Κατσαρού. Δεν θα ξεχάσω ποτέ την χαρά του Μιχάλη όταν τον συνάντησα και του είπα πως θα μπει το ποίημά του σʼ έναν τέτοιο δίσκο!
Από το 1995 έως το 2001 συνεργάστηκες στενά και με το σχήμα «Αλάβαστρο» το οποίο αποτελούσαν μουσουλμάνοι νεαροί μουσικοί της Κομοτηνής. Πολλές συναυλίες σε όλη την Ελλάδα και όχι μόνο. Από αυτή τη συνύπαρξη προέκυψε και «Το τραγούδι της τιμής». Πώς ξεκίνησε και πώς τελείωσε αυτή η ιστορία;
Το 1995 μετά από μία συναυλία με πλησίασαν τρία παιδιά από τη μειονότητα, ο Χαλήλ, ο Μεχμέτ και ο Ισμαήλ για να μου εκφράσουν τον θαυμασμό και την αγάπη τους. Σκέφτηκα πως θα μπορούσαμε να κάνουμε μαζί πολλά καλά πράγματα, γι’ αυτό και τους κάλεσα δίπλα μου. Και ήρθαν. Φτιάξαμε λοιπόν ένα συγκρότημα και το ονομάσαμε «Αλάβαστρο» από το μπαράκι στο οποίο συναντιόμασταν. Η συνεργασία μας δεν είχε να κάνει μόνο με τη μουσική και το τραγούδι, αλλά κυρίως με τη φιλία των λαών. Η κοινή μας πορεία ήταν η καλύτερη απάντηση σε όσους ισχυρίζονται πως η ειρηνική συνύπαρξη είναι ουτοπία. Το μήνυμα που περάσαμε σε δύσκολους και συννεφιασμένους καιρούς ήταν πως η συνεργασία και ο σεβασμός στη διαφορετικότητα είναι οι βάσεις για πρόοδο και ευημερία. Ο απολογισμός από τα έξι χρόνια που ήμασταν μαζί είναι κυρίως θετικός, αλλά δεν έλειψαν και εκείνες οι στιγμές που το βάρος που έπεφτε πάνω μας, ήταν μεγαλύτερο από όσο μπορούσαν να αντέξουν οι ώμοι μας. Θα αναφέρω ένα χαρακτηριστικό περιστατικό. Το ΝΑΤΟ βομβαρδίζει τη Σερβία. Ο ελληνικός λαός ξεσηκώνεται, ενώ η Τουρκία τρίβει τα χέρια της. Οργανώνεται μεγάλη συναυλία διαμαρτυρίας στην πλατεία Αριστοτέλους. Καλλιτέχνες και συγκροτήματα απ’ όλη την Ελλάδα και φυσικά καλούν κι εμάς. Αποδέχομαι την πρόσκληση αμέσως. Την επομένη όμως και μετά από… ωριμότερη σκέψη, τα παιδιά ομόφωνα μου ανακοινώνουν ότι δεν θέλουν να πάρουν μέρος διότι υπάρχει περίπτωση, ανάμεσα στο τρομερό πλήθος, κάποιος να υψώσει μια κουρδική σημαία και τότε θα α ν α γ κ α σ τ α τ ο ύ ν να εγκαταλείψουν τη σκηνή. Πήγα μόνος μου. Κι όταν μια μέρα μου ζήτησαν να αλλάξουμε το όνομα της παρέας κι από «Αλάβαστρο» να το κάνουμε Deishim, έπεσαν οι τίτλοι του τέλους.
Το κύκνειο άσμα του Κυττάρου ήταν ο δίσκος-ορόσημο της πορείας σου: «STAVENTO». Πώς βλέπεις δέκα χρόνια μετά την πορεία που έχει διανύσει αυτή η δουλειά;
Δυο χρόνια ετοίμαζα αυτό το δίσκο, ήταν μια ώριμη εργασία, από κάθε άποψη. Θα σου απαντήσω γενικά για όλες μου τις δουλειές. Χωρίς να διεκδικούν δάφνες έχουν ένα λόγο ύπαρξης όλα τα τραγούδια μου. Ακόμα και οι άτυχες στιγμές μου… ακούγονται με ειλικρίνεια. Δηλαδή, αυτό που μεταφέρουν είναι η αλήθεια των αισθημάτων!
Μην ξεχνάς πως όταν ήρθα στην Αθήνα το 1968 είχα να καλύψω μια μεγάλη απόσταση σε σχέση με τους ανθρώπους που γεννήθηκαν και ζούσαν ήδη στην πρωτεύουσα, σ’ ένα πιο πολιτισμένο και εξελιγμένο περιβάλλον. Η Κομοτηνή του ΄50, του ΄60 και του ΄70 ήταν μια μικρή πόλη που δεν μπορούσε να σου προσφέρει πολλές ευκαιρίες για ν’ ανοίξεις τους ορίζοντές σου. Προσπαθούσα τότε, αλλά ο τόπος και ο κύκλος δεν βοηθούσε. Επομένως έχουν και μια αθωότητα μέσα τους τα τραγούδια μου. Αυτά που έκανα έγιναν μέσα από ένα μεγάλο προσωπικό αγώνα που τότε δεν μπορούσα να το εκτιμήσω, τώρα τα λέω αυτά. Κάθε φορά που μου δινόταν η ευκαιρία να μιλήσω δημόσια, μιλούσα με τα καλύτερα λόγια για την πόλη μου και μ’ έναν τσαμπουκά λέγοντας πως αυτά που κάνω είναι πάρα πολύ καλά… με το πέρασμα του χρόνου όμως, μπορώ να κρίνω αυστηρά όσα έκανα, ως ένα καλλιτεχνικό προϊόν, αλλά από την άλλη, να το επιβραβεύσω και ως μια εκπληκτική προσπάθεια ενός ανθρώπου, ο οποίος δεν είχε τις πληροφορίες και τα ερεθίσματα μέσα στα οποία κάποιοι άλλοι συνάδελφοι είχαν μεγαλώσει.
Είσαι από τους λίγους που έκαναν πολιτικό τραγούδι με ουσία και νόημα. Υπάρχει σήμερα οργισμένο, πολιτικοποιημένο τραγούδι;
Ασφαλώς! Η Ελλάδα είναι μια χώρα, ένας τόπος που η πολιτική είναι στο αίμα μας και οι Έλληνες πάντα θα εκφράζονται και πολιτικά. Επειδή η δισκογραφία βρίσκετε σ' αυτά τα χάλια δε σημαίνει πως δεν υπάρχει πολιτικό τραγούδι, αυτό πάντα υπήρχε και θα υπάρχει. Μόνο που είναι δύσκολο πια μέσα από τον ασφυκτικό κλοιό που έχουν επιβάλλει οι μετριότητες στα Μ.Μ.Ε., να ακουστεί μια διαφορετική άποψη. Οι νέοι πάντως, κυρίως οι ρόκερ και οι ράπερ, συνεχίζουν στην δύσκολη και περίεργη εποχή μας, να γράφουν και να τραγουδούν στίχους με πολιτικοκοινωνικό περιεχόμενο.
Πώς πάει το ελληνικό τραγούδι σήμερα κατά τη γνώμη σου; Σου αρέσουν αυτά που ακούς;
Ακούω κατά καιρούς πράγματα που με ενθουσιάζουν, δεν είναι πολλά αλλά ψάχνω. Είμαι ανοικτός και ενθουσιάζομαι πραγματικά κάθε φορά που ακούω κάτι καλό. Πέρα από τις δυσκολίες τους, οι νέοι είναι εδώ, υπάρχουν και δημιουργούν, ευτυχώς!
Ποια είναι η σχέση σου με τους δημοσιογράφους; Έχεις πέσει ποτέ "θύμα" λογοκρισίας κάποιων εντύπων;
Μερικές φορές ναι. Δηλαδή μου την "έφεραν" δημοσιογράφοι, οι οποίοι, δεν έγραψαν άλλα πράγματα από αυτά που είπα, αλλά είπαν τα μισά και αυτό είναι μια χυδαία λογοκρισία, γιατί αλλάζει το νόημα της συνέντευξης, της κουβέντας που γίνεται. Αλλά όταν δίνω μια ζωντανή συνέντευξη, δεν υπάρχει περίπτωση να αφήσω να πέσει κάτι κάτω. Δεν επιτρέπω σε κανέναν να τολμήσει να παρέμβει σ' αυτά που λέω ή να με διακόψει, τότε γίνομαι πιο αγενής από αυτόν. Πάντως όσο περνά ο καιρός, τόσο πιο επιφυλακτικός γίνομαι με τους δημοσιογράφους.
Τί σημαίνει για σένα Παιδεία και Πολιτισμός;
Τελικά, διαπιστώνω με τα χρόνια, πως στη ζωή μου θα μπορούσα να είχα γίνει ένας θαυμάσιος εκπαιδευτικός, να ασχοληθώ με τα θέματα της παιδείας, όπως συνεχίζω να κάνω σε όλη μου τη ζωή και σαν πατέρας δύο παιδιών και σαν απλός πολίτης κι ας με έδιωξαν από το Γυμνάσιο. Θεωρώ την παιδεία το μεγαλύτερο όπλο, τη σημαντικότερη κατάκτηση, επένδυση, ασφάλεια για ένα λαό. Η παιδεία που δεν θα ντραπεί να πει την αλήθεια, που δεν θα ωραιοποιήσει τα γεγονότα και τις καταστάσεις, που δεν θα καλύψει τα λάθη της ιστορίας. Η παιδεία είναι το σημαντικότερο κεφάλαιο στη ζωή ενός ανθρώπου και ενός λαού, εάν έχουμε το κουράγιο να πούμε την αλήθεια στα παιδιά μας, εγώ πιστεύω πως θα διορθωθούν πολλά πράγματα και στον πολιτισμό και στην παιδεία και στην πολιτική.
Πώς βλέπεις την Κομοτηνή και γενικότερα τη Θράκη και τους ανθρώπους της σήμερα. Έχει προχωρήσει ο τόπος πνευματικά - πολιτισμικά;
Το να διαπιστώνει κανείς πως με το πέρασμα του χρόνου τα πράγματα καλυτερεύουν, δεν σημαίνει ότι θα πρέπει να μένει και ικανοποιημένος. Οι ρυθμοί είναι απελπιστικά αργοί και εξόχως συντηρητικοί.
Είσαι 63 χρονών και έχεις blog στο οποίο γράφεις τις απόψεις και τις θέσεις σου, παίζεις με τις εικόνες και τα τραγούδια σου φτιάχνοντας video για το youtube, είσαι στο facebook… θέλω να μου πεις ποια είναι η σχέση σου με το internet;
Αγαπησιάρικη σχέση έχω με το internet και λυπάμαι που είμαι λίγο μπουμπουνοκέφαλος στη χρήση του υπολογιστή. Ίσως να φταίει η ηλικία, αλλά καταβάλλω φιλότιμες προσπάθειες να κατανοήσω και να μπω κι εγώ σ' αυτόν τον new brave world. Το θεωρώ ένα σπουδαίο εργαλείο, το κουβεντιάζω με τη Λία και μας φαίνεται απίστευτο που έχουμε τη παγκόσμια δισκοθήκη στη διάθεσή μας. Ό,τι θελήσουμε το έχουμε στο δευτερόλεπτο και θέλουμε πάρα πολλά. Χανόμαστε ακούγοντας με τις ώρες μουσικές μέσα από το διαδίκτυο!
Πριν δύο χρόνια περίπου παρουσίασες τον "Ήλιο τον Ηλιάτορα" του Οδυσσέα Ελύτη σε μορφή λαϊκού ορατόριου για τα "Ελευθέρια" της Θράκης. Μια σημαντική καλλιτεχνική κατάθεση για τον τόπο. Πες μου γι’ αυτή τη μουσική παράσταση, για το έργο και για το αν υπάρχει περίπτωση να κυκλοφορήσει αυτό το υλικό σε δίσκο.
Αυτό το έργο θα ήταν η πολιτιστική αιχμή, η πολιτιστική ναυαρχίδα του "Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης", με αυτό θα πηγαίναμε σε όλη την Ελλάδα και πέρα από αυτήν για να προβάλλουμε τον πολιτισμό έτσι όπως τον νιώθαμε και ο πρώην πρύτανης Κ. Σιμόπουλος και εγώ. Έκανε λοιπόν μια πρόταση τότε ο πρύτανης να κυκλοφορήσει αυτός ο δίσκος σε 10.000 αντίτυπα, τα οποία θα ήταν τα διαπιστευτήρια του Δ. Π. Θ. Το καταλαβαίνεις; Η πρώτη κοπή εκτός εμπορίου 10.000 κομμάτια! Το έργο αυτό δεν κυκλοφόρησε μέχρι στιγμής γιατί δεν μας έδωσε την άδειά της η κ. Ιουλίτα Ηλιοπούλου.
Με το έργο αυτό άρχισα να ασχολούμαι το 1972. Τότε ο Πατσιφάς μου είπε πως δύσκολα θα δώσει την άδειά του ο Ελύτης. Ούτε στο Σταύρο Ξαρχάκο την είχε δώσει εκείνη την εποχή! Ήμουν στενός φίλος με τη Μαλβίνα Κάραλη, η οποία παρακολουθούσε εκείνη την εποχή στο σπίτι μου που το παίδευα και μου λέει: "Πάμε να βρούμε τον Οδυσσέα, είναι φίλος μου". "Είσαι τρελή" της έλεγα εγώ αλλά εκείνη επέμενε!
Πήγαμε λοιπόν στη Σκουφά, εκεί που ήταν το σπίτι του, χτυπάμε την πόρτα του διαμερίσματός του, μπροστά η Μαλβίνα και πίσω εγώ με το τζάκετ, με μακριά μαλλιά και γένια και ξαφνικά ανοίγει την πόρτα, βγάζει το κεφάλι του ο Ελύτης και με έντονο ύφος λέει: "Τι θες εσύ;" ¨Οδυσσέα θέλουμε να σε δούμε, έφερα ένα φίλο μου¨ λέει η Μαλβίνα. "Να μου λείπει" λέει ο Ελύτης και κλείνει την πόρτα! Έτσι εγκατέλειψα εκείνη την προσπάθεια!
Εκείνο το διάστημα ερχόταν στο σπίτι μου και τα έβλεπε όλα αυτά και ο αείμνηστος Δημήτρης Λάγιος. Μετά από χρόνια, όταν εγώ είχα φύγει από την Αθήνα, ο Λάγιος θα το μελοποιήσει. Οι ενστάσεις μου για την εργασία του Λάγιου είναι πως αυτό το έργο είναι ένα ποίημα. Ένα ποίημα! Δεν έχει δηλαδή τίτλους στις σελίδες. Αρχίζει με τη λέξη Ήλιος και τελειώνει με τη λέξη Ηλιάτορας. Ανάμεσα δεν μπορείς να παρεμβάλλεις ή να παραλείψεις τίποτα... αν αφαιρέσεις κάτι, χάνεται το νόημα. Ο Λάγιος για τις ανάγκες της δισκογραφίας αφαίρεσε κομμάτια, έκοψε ένα ποίημα στα δύο και το έκανε δύο διαφορετικά, έδωσε τίτλους... όλα αυτά με το πέρασμα του χρόνου, με έκαναν να το ξαναδώ και σιγά σιγά το έφτιαξα έτσι ακριβώς όπως το οραματίστηκα από την πρώτη στιγμή. Ολόκληρο και ακέραιο. Και υποθέτω πως έτσι θα το ήθελε ο ποιητής. Απορώ, πως ενώ ήταν εν ζωή ο Ελύτης, έδωσε την άδειά του να γίνει κατακερματισμός του ποιήματός του, για χάριν της δισκογραφίας!
Το ανεβάσαμε για πρώτη φορά στον Αρχαιολογικό χώρο της Σαμοθράκης και έπειτα στην Κομοτηνή και την Αλεξανδρούπολη.
Θέλω να σου πω και ένα περιστατικό παλιό Θεοδόση, τότε που πρωτόγραφα τον "Ήλιο τον Ηλιάτορα". Εκείνη την εποχή συναντηθήκαμε με το Γιώργο Νταλάρα και του λέω, άκου ένα τραγούδι! Και του παίζω το θέμα του αφηγητή: "ο ήλιος ο ηλιάτορας ο πετροπαιχνιδιάτορας, από την άκρη των ακρώ κατηφοράει στο Ταίναρο" και του άρεσε και το έπαιξε και αυτός μετά. Αρχές του '70 αυτό που σου λέω... Πέρασαν τα χρόνια και όταν έγινε ο μεγάλος σεισμός στην Τουρκία πριν δέκα χρόνια περίπου, αποφασίσαμε να κάνουμε μια μεγάλη συναυλία στο γήπεδο της Ξάνθης για να μαζέψουμε χρήματα και για να την ενισχύσουμε παίρνω τηλέφωνο το Νταλάρα και του λέω να έρθει. Και έρχεται. Η πρώτη μας συνάντηση ήταν σ’ ένα χώρο όπου θα κάναμε πρόβες όλοι μαζί. Με το που συναντιόμαστε μου λέει: Άκου ρε Θανάση τι μου ήρθε στο μυαλό τώρα… και παίζει το τραγούδι του Αφηγητή, που δεν είχε ακουστεί ποτέ και πουθενά από το 1972. Ο ελέφαντας το θυμόταν και το έπαιξε ολόσωστα!
Έχεις συνεργαστεί με πάρα πολλούς όλα αυτά τα χρόνια. Εγώ θα ήθελα να μας πεις τι θυμάσαι από την επαφή σου με δύο τραγουδοποιούς της γενιάς σου που έφυγαν νωρίς... Νικόλας Άσιμος και Παύλος Σιδηρόπουλος.
Πολλά τα χρόνια, πολλές και οι συνεργασίες. Λογικό. Μια συνεργασία όμως δεν έδεσε ποτέ. Αυτή με το Νικόλα, με τον οποίο μοιάζαμε αλλά δεν ταιριάζαμε. Κάθε προσπάθεια κατέληγε σε καυγά. Όχι μόνο μ’ εμένα αλλά με όλους. Στο τέλος δεν μπορούσε να τα βρει ούτε με τον εαυτό του. Δε νομίζω πως κάποιος θα μπορούσε να αποτρέψει την τραγική του έξοδο.
Ο Παύλος ήταν εντελώς διαφορετική περίπτωση. Αγαπητός σε όλους. Το όμορφο και ευγενικό αγόρι που σε κέρδιζε με την πρώτη ματιά. Καλλιεργημένος, χαρισματικός, γενναιόδωρος, πρόθυμος να πέσει στη φωτιά για τις ιδέες και τους φίλους του. Δίκαια τον αποκαλούν πρίγκιπα! Τον γνώρισα το φθινόπωρο του '71 τότε που ως "Δάμων και Φιντίας" μαζί με τον Παντελή Δεληγιαννίδη (άλλη μια πρώιμη απουσία) τραγουδούσαν μαζί μας στο Κύτταρο. Στο ξεκίνημά τους. Στα χρόνια που ακολούθησαν έχω πολλές ευχάριστες αναμνήσεις, εκτός από την τελευταία μας συνάντηση. Βρεθήκαμε στο studio Track του Φρανγκίσκου Σοφτά για την ηχογράφηση του τραγουδιού "Η φαντασία στην εξουσία" των Πάνου Ηλιόπουλου και Στέλιου Βαμβακάρη. Ο Παύλος ήταν σκιά του εαυτού του. Η ηρωίνη τον είχε διαλύσει. Αδύνατος σε σημείο που δεν μπορούσε να σταθεί όρθιος, κι όμως, είχε έναν καλό λόγο για όλους μας. Στην ηχογράφηση που ήταν live, o Στέλιος έπαιζε με μια δική μου κιθάρα και στην άλλη άκρη μπροστά σ' ένα μικρόφωνο πέντε φωνές. Δέσποινα Γλέζου, Πάνος Σαββόπουλος, εγώ και οι απόντες Περικλής Χαρβάς κι ο Παύλος. Μπροστά στο μικρόφωνό μας ένα αναλόγιο με τα στιχάκια κι ένα κάθισμα για τον Παύλο. Ξεκινούσε λοιπόν η ηχογράφηση, εισαγωγή ο Στέλιος, πρώτο στίχο εμείς και τότε θυμόταν ο Παύλος να διορθώσει το χαρτί. Πάλι απ' την αρχή. Στη μέση άναβε τσιγάρο. Πάλι απ' την αρχή. Του ερχόταν βήχας. Πάλι απ' την αρχή. Στο τέλος αρχίσαμε κι εμείς τα λάθη και είναι αδύνατο να θυμηθώ πόσες φορές το είπαμε. Τότε δεν ξέραμε πως αυτή ήταν η τελευταία ηχογράφηση του Παύλου. Τον θυμάμαι πάντα με αγάπη.
Το Σάββατο 29 Αυγούστου 2009 έγινε η εκδήλωση των εγκαινίων της επανάχρησης του Αρχαίου Θεάτρου της Μαρώνειας. Ο προσωπικός σου αγώνας κυρίως, μέσα από τον Σύλλογο Φίλων που ίδρυσες πριν 15 χρόνια, ήταν καθοριστικός παράγοντας για να γίνει πραγματικότητα αυτό το όνειρο. Πώς βλέπεις να διαχειρίζεται η τοπική αυτοδιοίκηση τον πολιτιστικό πλούτο της περιοχής όλα αυτά τα χρόνια;
Ο Πολιτισμός και για την τοπική αυτοδιοίκηση, κατά κανόνα, είναι αποπαίδι. Δεν φτάνει το να συγκεντρώσει κάποιος ψήφους, να εκλεγεί και μετά να αναλάβει τη διαχείριση του Πολιτισμού έτσι απλά. Ο Πολιτισμός θέλει τους ειδικούς ανθρώπους και όχι άσχετους δημάρχους και νομάρχες που θέλουν να προβληθούν μέσα από διάφορα θεάματα. Σχετικά με το Αρχαίο Θέατρο Μαρώνειας φοβάμαι μη δούμε δημόσιες φασουλάδες, σαχλαμάρες στο μέλλον, με πιάνει μελαγχολία όταν βλέπω ποιοι άνθρωποι ασχολούνται τώρα με την προβολή του τόπου και τρομάζω γιατί ξέρω τους ανθρώπους…
Συνήθως ρίχνουν ένα πυροτέχνημα και η κατάληξη θα είναι πάλι μια τρύπα στο νερό. Απαξιώνουν τα πάντα και βέβαια ο τόπος δεν προχωρά γιατί επιμένουν να τον κρατούν στη μετριότητά τους. Ο Πολιτισμός θα έπρεπε να είναι η κύρια μέριμνα της τοπικής αυτοδιοίκησης, διότι Πόλις = Πολιτισμός. Είναι ένας τομέας που τον διαχειρίζονται σύμφωνα με τα μικροκομματικά τους συμφέροντα. Και συνήθως βάζουν έναν άνθρωπο που τα μόνα που ξέρει είναι αυτά που βλέπει και ακούει στα ιδιωτικά κυρίως ραδιοτηλεοπτικά μέσα και σύμφωνα με τα δικά του γούστα κάνει διαχείριση του κονδυλίου που είναι για τον Πολιτισμό. Αυτό το κονδύλι είναι από τα χρήματα των δημοτών και θα έπρεπε να χρησιμοποιείται για να κάνει ο δήμος καινούργιες πολιτιστικές προτάσεις και όχι να μας φέρνει τον Πλιάτσικα για παράδειγμα με 40.000 ευρώ! Αυτός ας έρθει με τα εισιτήριά του αν θέλει! Τι δουλειά έχει ο δήμος να ανακατεύεται με ατζέντηδες και φιρμάτα ονόματα; Πρέπει λοιπόν, να κάνουν προτάσεις πολιτισμού, ώστε να αποκτήσει μια καλλιέργεια το κοινό και να απορρίπτει το φτηνό, το εύκολο και το χυδαίο, τη στιγμή που υπάρχει τόση ομορφιά γύρω μας…
Γράφεις τραγούδια τα τελευταία χρόνια; Θα τα μοιραστείς κάποια στιγμή με όλους εμάς;
Γράφω και το υλικό που έχω μαζέψει, με καταπιέζει. Η δισκογραφία όμως σήμερα είναι μια πονεμένη ιστορία για παλιούς και νέους. Μια σκέψη λοιπόν είναι να τα ανεβάσω ελεύθερα στο internet και να τα μοιραστώ με τους φίλους μου. Έτσι θα ξεπληρώσω κι ένα μικρό μέρος από το χρέος που έχω στην αμφίδρομη σχέση (που πρέπει να έχουμε όλοι) με το internet! Βέβαια, στο διπλό live album «Αυτά που ρωτάς – Ζωντανά στο Κύτταρο» που κυκλοφόρησε πρόσφατα υπάρχουν κάποια καινούργια τραγούδια. Αλλά υπάρχουν και πολλά άλλα που είναι ακόμα ακυκλοφόρητα!
Τον τελευταίο καιρό ξεκίνησες πάλι τις ζωντανές εμφανίσεις σου, με μεγάλη επιτυχία. Μάλιστα το πρόγραμμα των συναυλιών σου ηχογραφήθηκε και έχει ήδη κυκλοφορήσει σε διπλό cd. Πώς ένιωσες που μετά από 38 χρόνια ξαναβρέθηκες στο Κύτταρο της Αθήνας; Τι έχει αλλάξει από τότε;
Όλα έχουν αλλάξει, τίποτα δεν είναι ίδιο. Και ο κόσμος και ο χώρος του Κυττάρου. Τότε υπήρχε η ζωντάνια, η αλήθεια, το καινούργιο, η ελπίδα για ένα καλύτερο αύριο, ενώ σήμερα, το μόνο που πρυτανεύει είναι το πόσα θα οικονομήσουμε. Όχι το εύκολο, αλλά το άγριο κέρδος. Μια κατάσταση που δε με βρίσκει καθόλου σύμφωνο και δεν θέλω να συμμετάσχω με κανέναν τρόπο στην διαδικασία αυτή. Δηλαδή, στο να μπαίνει ο πελάτης και να τον σφάζουν έτσι άπονα. Αν θέλει να κρατήσει το Κύτταρο, αλλά και άλλοι μουσικοί χώροι αυτού του είδους, ένα χαρακτήρα, πρέπει να ξεκαθαρίσει σε ποιους απευθύνεται. Σίγουρα όχι στον Βαρδινογιάννη… ποιος μπορεί σήμερα να χαλάει 200 και 300 ευρώ στην έξοδό του; Όταν απευθύνεσαι κυρίως σε ανθρώπους που έχουν την ανάγκη να στηρίξουν τέτοιους χώρους και είναι άνθρωποι των 600 και 700 ευρώ δεν μπορείς να τους ζητάς τρελά πράγματα.
Εδώ λοιπόν θα διαχωρίσω τη θέση μου, χίλια χρόνια να μην εμφανιστώ, παρά να συμμετέχω με όση ευθύνη μου αναλογεί, σε αυτή την ιστορία. Τα τραγούδια και η στάση ζωής μου όλα αυτά τα χρόνια δεν ταιριάζουν με αυτή τη ληστεία!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου