Ο Αντώνης Μποσκοΐτης γεννήθηκε το 1974 στον Πειραιά και σπούδασε κινηματογράφο και δημοσιογραφία στην Αθήνα. Εργάζεται ως αρθρογράφος και μουσικοκριτικός στο περιοδικό Δίφωνο, ενώ μαζί με τη συνθέτρια Λένα Πλάτωνος κρατούν τη στήλη Στο Ντιβάνι του Δισκαναλυτή για τη Βιβλιοθήκη της Ελευθεροτυπίας.
Κείμενά του για τη μουσική και τον κινηματογράφο έχουν δημοσιευθεί στο Μετρονόμο, το ΠΟΠ + ΡΟΚ, την Εποχή κ.ά.
Το πρώτο μικρού μήκους ντοκιμαντέρ του για τη Φλέρυ Νταντωνάκη (Φλέρυ - Τρελή του φεγγαριού, 2002) απέσπασε, μεταξύ άλλων διακρίσεων, το Βραβείο Καλύτερου Ντοκιμαντέρ στο 25ο Φεστιβάλ Ταινιών Μικρού Μήκους της Δράμας και το Βραβείο Ποιότητας του Υπουργείου Πολιτισμού.
Έπειτα ακολούθησε το "Σαββατόβραδο" (2003) και στη συνέχεια το πρώτο μεγάλου μήκους ντοκιμαντέρ του για τη γένεση του ελληνικού ροκ (Ζωντανοί στο Κύτταρο - Σκηνές Ροκ, 2006) για το οποίο απέσπασε το Β΄ Βραβείο Καλύτερου Ντοκιμαντέρ στο Διεθνές Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Θεσσαλονίκης και προβλήθηκε με επιτυχία στις αθηναϊκές αίθουσες. Συμμετείχε ακόμη στο φεστιβάλ MOFFOM (Music On Film - Film On Music) της Πράγας.
Το 2008 προβλήθηκε άλλο ένα μουσικό ντοκιμαντέρ που έκανε, με τίτλο ¨Damo Suzuki:Αυτοσχεδιασμοί για μια φωνή, ένα ποίημα και μια τηγανιά μπάμιες¨. Έχει σκηνοθετήσει, το 2009 την ¨Ιστορία του λαϊκού τραγουδιού¨ (οχτώ ωριαία επεισόδια), μουσικά βίντεο, ενώ σε συνεργασία με τον συνθέτη Μηνά Εμμανουήλ παρουσίασαν το μονόπρακτο του Σάμιουελ Μπέκετ «Το απρόοπτο στο Οχάιο» στο Θέατρο Φοίνικας της Κέρκυρας (2000).
Οι ¨Οδύσσειες Σωμάτων - Μπαλάντα για το Νίκο Κούνδουρο¨ είναι το δεύτερο μεγάλου μήκους ντοκιμαντέρ του με το οποίο ανοίγει το επίσημο διαγωνιστικό πρόγραμμα του Ελληνικού Τμήματος του 12ου Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης Εικόνες του 21ου αι. (12 - 21 Μαρτίου 2010).
Οι ταινίες του έχουν τύχει διανομής και έχουν βραβευτεί σε φεστιβάλ. Τέλος, ο Αντώνης επιμελείται δισκογραφικές παραγωγές και παραμένει ένας εμπνευσμένος ραδιοφωνικός παραγωγός.
Αντώνη πού εστιάζει αυτό το ντοκιμαντέρ για τη ζωή και το έργο του Νίκου Κούνδουρου; Τί ακριβώς βλέπει κανείς σ’ αυτό το φιλμ;
Α.Μπ.: Με αφορμή μια καινούργια ταινία που έχει ο Κούνδουρος στα σκαριά και που θα λέγεται Εφιάλτης, εγώ τον κινηματογράφησα σε μία πρόβα με τις υποψήφιες ηθοποιούς του. Αυτή είναι και η σκηνή – κλειδί του ντοκιμαντέρ. Γύρω της, στήθηκε όλο το υπόλοιπο μοντάζ.
Ο Νίκος Κούνδουρος έχει τη φήμη του δύσκολου και δεσποτικού ανθρώπου. Τα είπε εξαιρετικά νομίζω και ο ηθοποιός Μάνος Βακούσης στο τέλος της ταινίας! Έτσι είναι;
Α.Μπ.: Δύσκολος και τρυφερός ταυτόχρονα, αρκεί να βρεις το κουμπί του, που λένε. Μέχρι αυτή τη στιγμή που με ρωτάς και σου απαντώ, βρισκόμαστε σε κανονική πάλη μεταξύ μας, κάτι που δεν μου επιτρέπει να ξέρω ποια θα είναι η πορεία του συγκεκριμένου ντοκιμαντέρ.
Τί είναι αυτό που εκτιμάς στις δικές του κινηματογραφικές δημιουργίες;
Α.Μπ.: Η εικαστική ματιά του, η ισχυρογνωμοσύνη του, η παιδεία του που εμπεριέχεται συνολικά στο έργο του. Αυτά είναι τα στοιχεία που με γοητεύουν στον Κούνδουρο. Και βέβαια ο Δράκος του, οι δύο σημαντικότερες ελληνικές ταινίες μαζί με τον Θίασο του Αγγελόπουλου.
Ποιους άλλους κινηματογραφιστές θαυμάζεις; Ποιοι σ’ έχουν επηρεάσει με το έργο τους;
Α.Μπ.: Εκτιμώ πολλούς ξένους ντοκιμαντερίστες, ελάχιστα γνωστούς στη χώρα μας. Μου αρέσει επίσης το σινεμά – βεριτέ των αδερφών Νταρντέν, ο Κρόνενμπεργκ, ο Τιμ Μπάρτον. Από Έλληνες, ο Οικονομίδης, ο Αβδελιώδης και δε θυμάμαι ποιος άλλος τώρα. Από φίλους μου, σκηνοθέτες δηλαδή, που έχουμε δουλέψει και μαζί, η Μάρσα Μακρή, ο Έκτορας Λυγίζος, ο Μπουγιάρ Αλιμάνι. Δε θα μπορούσα φυσικά να έχω επηρεαστεί από κανέναν άλλον πέραν αγαπημένων μου δημιουργών ντοκιμαντέρ. Ίσως το free cinema και η nouvelle vague να έχουν περάσει στις δικές μου fiction απόπειρες μέσα στα ντοκιμαντέρ μου.
Ήθελα πάντα να σε ρωτήσω, σχετικά με τα ντοκιμαντέρ σου για τη Φλέρυ Νταντωνάκη και για το ελληνικό rock, πόσο δύσκολο είναι να κάνεις ντοκιμαντέρ για πρόσωπα και ιστορίες που δεν γνώρισες από κοντά;
Α.Μπ.: Αν είχα γνωρίσει τη Νταντωνάκη ή αν είχα ζήσει τα ελληνικά χίπικα, ούτως ειπείν, 70s, σίγουρα δε θα καταπιανόμουν κινηματογραφικά μαζί τους. Τα θέματά μου πάντα κινούνται στη σφαίρα του μύθου για μένα, χωρίς να επιθυμώ παρ' όλα αυτά την αγιοποίηση ή εξιδανίκευση τους.
Μετά τις "Οδύσσειες Σωμάτων – Μπαλάντα για το Νίκο Κούνδουρο" τί ακολουθεί; Ένα νέο μουσικό ντοκιμαντέρ ίσως;
Α.Μπ.: Σωστό το “ίσως”, γιατί δεν ξέρω ανάμεσα σε ποιο επόμενο project να επιλέξω. Υπάρχουν δυο – τρία σεναριακά σχεδιάσματα μισοέτοιμα, όμως προέχει το μέλλον του κουνδουρικού ντοκιμαντέρ, το οποίο επί της παρούσης προβλέπεται δύσκολο.
Πρόσφατα καταπιάστηκες και με την ιστορία του λαϊκού τραγουδιού. Εσύ, ένας ροκάς;! Πες μας γι’ αυτή την εμπειρία…
Α.Μπ.: Ο Κώστας Μπαλαχούτης με έμπλεξε στην ιστορία αυτή, φίλος, έγκριτος δημοσιογράφος και ερευνητής του λαϊκού τραγουδιού. Μου άρεσε η όλη εμπειρία – δε μπορώ να πω – και αν μη τι άλλο εμπλούτισα τις γνώσεις μου. Ξέρεις πόσο ροκ είναι ο Ζαγοραίος ή η Γιώτα Λύδια; Τύφλα να' χουν ο Πουλίκας και η Γλέζου!
Γράφεις σε μουσικά περιοδικά, κάνεις ραδιόφωνο… πώς βλέπεις ή μάλλον πώς ακούς το ελληνικό τραγούδι; Τί σ' ενοχλεί και τί σου αρέσει στο σημερινό μουσικό τοπίο;
Α.Μπ.: Δεν με ενοχλεί τίποτα. Ακούω επιλεκτικά ότι ταιριάζει με το γούστο μου, αφού λόγω δουλειάς μπορώ και ενημερώνομαι για τα πάντα. Μου αρέσει όμως ιδιαιτέρως η άνοδος της αγγλόφωνης ελληνικής σκηνής, αφού έχουν βγει διαμάντια: οι Electric Litany, ο Lolek, οι Sleepin' Pillow, οι Gravity_says_i, τέτοια πράγματα.
Εξακολουθώ ν' αγαπώ τους τραγουδοποιούς με ταλέντο, τον Αλκίνοο, τον Εμμανουηλίδη, το Χαλβατζή, τον Αρναούτη, ανθρώπους κοντά στην ηλικία μου με ευσυνειδησία σε ότι αφορά τη στάση τους απέναντι στην τέχνη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου