Το Σάββατο 20 Αυγούστου 2011 ολοκληρώθηκε το 54ο Διεθνές Φεστιβάλ Φιλίππων – Θάσου με μια σπουδαία συναυλία, αφιερωμένη στο μεγάλο ποιητή του ελληνικού τραγουδιού Νίκο Γκάτσο και στον «Άγιο» των γραμμάτων μας Αλέξανδρο Παπαδιαμάντη. Εκατό χρόνια μετά τη γέννηση του Γκάτσου, η Μαρία Φαραντούρη και ο Αλκίνοος Ιωαννίδης, παρουσίασαν ένα δίωρο αφιέρωμα στο Αρχαίο Θέατρο Φιλίππων ερμηνεύοντας (και διασκευάζοντας σε ορισμένες περιπτώσεις ο Ιωαννίδης με την άρτια ορχήστρα) τραγούδια που έγραψε ο Νίκος Γκάτσος με το Μάνο Χατζιδάκι κυρίως, το Μίκη Θεοδωράκη, το Σταύρο Ξαρχάκο και το Χριστόδουλο Χάλαρη. Μου έκανε εντύπωση όμως που δεν ακούσαμε ούτε ένα τραγούδι από τις συνεργασίες του Γκάτσου με το Δήμο Μούτση και το Λουκιανό Κηλαηδόνη. Αυτό ήταν ίσως και το μοναδικό μειονέκτημα της υπέροχης κατά τ’ άλλα βραδιάς!
Αξίζει να σημειώσουμε πως το Αρχαίο Θέατρο Φιλίππων ήταν σχεδόν γεμάτο από τη μια άκρη ως την άλλη, από ανθρώπους κάθε ηλικίας. Έχω παρακολουθήσει και άλλα αφιερώματα στο Νίκο Γκάτσο από διάφορα σχήματα, αλλά τόσο κόσμο ν’ ακούει τα αθάνατα τραγούδια του, πρώτη φορά βλέπω! Σίγουρα, η προσέλευση του κόσμου σε τέτοιου είδους συναυλίες έχει να κάνει και με το πόσο δημοφιλής είναι ο ερμηνευτής ή οι ερμηνευτές.
Ακούσαμε τραγούδια που επηρέασαν καθοριστικά την εξέλιξη της έντεχνης ελληνικής μεταπολεμικής μουσικής, τραγούδια που αγαπήθηκαν από όλους σχεδόν τους Έλληνες, όπως: Αθανασία, Ο εφιάλτης της Περσεφόνης, Έλα πάρε μου τη λύπη, Ένας ευαίσθητος ληστής, Κεμάλ, Νανούρισμα, Χάρτινο το φεγγαράκι, Στου Διγενή τα κάστρα, Ο Γιάννης ο φονιάς, Τ’ αστέρι του βοριά του Μάνου Χατζιδάκι, Αν θυμηθείς τ’ όνειρό μου, Μυρτιά του Μίκη Θεοδωράκη, Καίγομαι - Καίγομαι, Το δίχτυ, Μάνα μου Ελλάς, Το πρακτορείο του Σταύρου Ξαρχάκου κ.ά.
Είναι αστείο να σχολιάσει ή να κριτικάρει κανείς τις ερμηνείες τους ή την εξαιρετική απόδοση των μουσικών. Η επικολυρική Μαρία Φαραντούρη με μια ξεκούραστη και δυνατή φωνή, και ο ευαίσθητος Αλκίνοος Ιωαννίδης έκαναν πολλές φορές το κοινό να ταξιδέψει στην ποίηση του Γκάτσου και κερδίσανε δίκαια το θερμό χειροκρότημα του κοινού με τις ερμηνείες τους. Πέρα όμως από το αναμενόμενο, λίγο ή πολύ, πρόγραμμα των τραγουδιών, υπήρξαν και δύο μεγάλες εκπλήξεις στη συναυλία αυτή.
Η πρώτη ήταν όταν η Μαρία Φαραντούρη διάβασε τα δύο τελευταία κεφάλαια από τη «Φόνισσα» του Αλέξανδρου Παπαδιαμάντη (στον οποίο είναι αφιερωμένο το φετινό φεστιβάλ Φιλίππων – Θάσου, ιδέα του καλλιτεχνικού διευθυντή Θοδωρή Γκόνη) με την αφαιρετική και πρωτότυπη μουσική επένδυση του Αλκίνοου Ιωαννίδη και η δεύτερη μεγάλη έκπληξη ήταν τα δύο ποιήματα του Γκάτσου που μελοποίησε πρόσφατα ο Ιωαννίδης με αφορμή αυτή τη συνεργασία και τραγούδησε μαζί με τη Φαραντούρη: Το άκρως επίκαιρο «Σκουπιδαριό» (…το φοβερό σκουπιδαριό να διώξεις από τη χώρα…) και το σκωπτικό ποίημα που έγραψε ο Γκάτσος για το Χατζιδάκι «Χατζιδακειάδα». Ήταν εξαιρετικά!
Η συνεργασία αυτή έχει ηχογραφηθεί στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών και είναι στα σχέδιά τους, όπως μας είπε η κ. Φαραντούρη, να κυκλοφορήσει σύντομα σε cd.
Η Φόνισσα και ο Λουπαδόρος
Κάτω εις το δάπεδον, το ιερόν δάπεδον του Αρχαίου Θεάτρου των Φιλίππων, του ευρισκομένου εις το ήμισυ του δρόμου, μεταξύ της θείας Έλλης, της εν Καβάλα, και της εν Δράμα ετέρας θείας μου, Ελένης, θα κείται απαστράπτουσα μηχανή τελευταίας τεχνολογίας, με πολλά κομβία και αναβοσβήνουσας πολυχρώμους λυχνίας, ονόματι “Κυκλωτικός Σταθμός”, αγγλιστί: “Λουπ Στέσιον”. Το μηχάνημα δε τούτο, το εξαίσιον, επί το λαϊκότερον και εις την χονδροειδή και συχνά κακόηχον γλώσσαν των μουσικών, των ασώτων αυτών γυρολόγων που κατατρώγουσιν το βιος των με τας απανταχού Φρύνας και Λαΐδας, ονομάζεται “λουπαδόρος”. Έκαστον των επί σκηνής ευρισκομένων μουσικών οργάνων (ηλεκτρική κιθάρα μάρκας Γίβσον, ηλεκτρικόν βαθύχορδον μάρκας Φένδερ, ηλεκτρονικά κύμβαλα μάρκας Κοργ, αυλοί διαφορετικών μεγεθών, ξυλόφωνον, μεταλλόφωνον), θα συνδέηται μετά του λουπαδόρου διά πολυπλοκάμου καλωδίου, τοποθετημένου επιμελώς κατά την εσπέραν υπό του αρβανίτου ευπατρίδου Βασιλείου Δρούγκα, ηχολήπτου.
Καθ’ όν χρόνον η Μαρία Φαραντούρη θα αναγιγνώσκη στεντορίως και μεγαλοπρεπώς τα δύο τελευταία των κεφαλαίων της Φόνισσας, ο γράφων, ο επιεικώς μέτριος εις την απόδοσην εκάστου οργάνου, πλην ευτυχώς δεινός εις την απόκρυψην των ατελιών και ελλείψεών του, θα επιχειρήση, ενώ τα δάκτυλα θα ερεθίζουν τας χορδάς, τα δέρματα, τα ξύλα και τα μέταλλα, όπως οι πόδες αυτού, εν είδει παγανιστικού χορού ή πυροβασίας, πιέζωσιν ταυτοχρόνως το πλήθος των κομβίων του δαιμονικού προαναφερθέντος μηχανήματος, το οποίον θα ηχογραφή και θα αναπαράγη τας μουσικάς αυτού φράσεις. Εάν δε, παρ’ελπίδα, συναισθανθή την αυτού ανεπάρκειαν, θα ζητήση την συνδρομήν και ετέρων, πλέον κατηρτισμένων, καίτοι χαμηλότερα αμοιβομένων μουσικών.
Επί των επαναλήψεων των μόλις ηχογραφηθέντων ήχων θα προστίθενται ή θα αφαιρούνται κ’ άλλοι. Η αλληλοσυγχώνευσις των χροιών, η αυξομείωσις των εντάσεων, η εναλλαγή των ρυθμών, η αρμονική ανάπτυξις, καθώς και η απαραίτητος παρουσία των ώτων μας, ελπίζομεν όπως ανασύρωσιν τελικώς το μουσικόν έργον εκ του μη όντος εις το είναι.
Βεβαίως, το κείμενον του Σκιαθίτου γέροντος ουδεμίαν ανάγκην μελοποιήσεως έχει, καθ’ ότι μουσικότατον καθ’ εαυτό. Πιθανόν, λοιπόν, η όλη υπόθεσις να αποτελή αυθαιρεσίαν! Ερωτηθής ο μουσικός διά την ανάγκην υπάρξεως του εν λόγω εγχειρήματος, θα ημπορούσεν ευκόλως να υπεκφύγει, λέγων πως ο ενθουσιασμός του έχοντος την ιδέαν, Θεοδωρή Γκόνη, ήτο τόσον ορμητικός, ώστε συμπαρέσυρεν τον άμοιρον τροβαδούρον, και να τον συγχωρήτε. Εις την περίπτωσιν όμως που, με κίνδυνον να απογοητεύσει, ο λαοπρόβλητος βάρδος αποφασίση όπως απολογηθή ειλικρινώς, έν μόνον ημπορεί να απαντήση: ο καλλιτέχνης, ως άλλος παπαδιαμαντικός Φιλάρετος, ενδιαφέρεται αποκλειστικώς ίνα ευχαριστήση τον ίδιον τον εαυτόν του και δεν τον μέλλει διά τους άλλους. Η (φευ! αβεβαία) συνέχεια της λαμπράς πορείας του, εξαρτάται εις μέγιστον βαθμόν από το κέφι, και το κέφι είναι αυθαίρετον πράγμα. Το διατί υμείς, εις εποχήν ανεχείας, όπου την πλιατσικολογίαν διαδέχεται η φορολογία, πληρώνετε εισιτήριον ίνα παρακολουθήσετε την διαδικασίαν, είναι ιδικόν σας ζήτημα και δεν μου πέφτει λόγος.
Λαμβάνων ανά χείρας το έν όργανον μετά το άλλο, πατών επί του πλήθους των κομβίων και ακούων προσεκτικώς την σεβασμίαν, βαθύφωνον αναγνώστριαν, ο νους μου οπωσδήποτε θα παλινδρομή εις το ήμισυ του δρόμου μεταξύ της θείας ωραιότητος του λόγου και της απευκταίας, καίτοι ουδόλως αμυδράς, πιθανότητος το όλον εγχείρημα να αποβή καταστροφικόν.
Μετά τιμής,
Αλκίνοος Ιωαννίδης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου