Από το 2005 έως το 2008 έζησε στην Αθήνα με πρώτιστο στόχο την ανάδειξη των τραγουδιών του σε ευρύτερο κοινό.
Γιώργο καλησπέρα και καλώς ήλθες στον Ορφέα. Να πάρουμε τα πράγματα από την αρχή. Πες μας πού γεννήθηκες, πού μεγάλωσες και ποια ήταν τα πρώτα σου μουσικά ακούσματα.
Γιώργος Βαλιάκας: Καλησπέρα Θεοδόση. Γεννήθηκα στη Μύρινα της Λήμνου, αλλά έζησα και μεγάλωσα στη Λάρισα από δύο ετών. Από τη μια μεριά έχω από τη φύση μου τη θαλασσινή αύρα μέσα μου η οποία συνυπάρχει με το στοιχείο της στεριάς, σε δόσεις απόλυτης ηρεμίας. Όλα αυτά συνθέτουν τα πρώτα μουσικά ερεθίσματα.
Ποια ήταν τα μουσικά πρότυπα στα εφηβικά σου χρόνια; Ποιους καλλιτέχνες αγαπάς;
Γ.Β.: Είναι γνωστό ότι στην τέχνη δεν υπάρχει παρθενογένεση. Έχω δεχτεί επιδράσεις από πολλούς καλλιτέχνες και ακούσματα. Θα μπορούσες να πεις ότι τους περισσότερους τους αισθάνομαι συνοδοιπόρους στη ζωή μου. Αγαπημένοι καλλιτέχνες είναι όλοι αυτοί που έχω συνεργαστεί κατά καιρούς και όσοι περιέχονται από το Μάρκο έως και τον Παύλο και από το Μάνο έως το Νικόλα και το Κατερινιώ. Όσο για τους γνωστούς Καλλιτέχνες που είναι εν ζωή καλύτερα να τους αφήσω ήσυχους να συνεχίσουν το έργο τους και να μην αναφερθώ. Εξάλλου, στις εμφανίσεις μας τα λέμε όλα μέσα από τα τραγούδια.
Πότε και πώς αποφάσισες να ασχοληθείς με τη μουσική και το τραγούδι; Τί ήταν αυτό που σε τράβηξε στη μουσική και είπες: “Αυτό θέλω να κάνω στη ζωή μου”. Ποια ήταν η πρώτη σου επαφή με τη σκηνή;
Γ.Β.: Τα πρώτα μουσικά μου βήματα τα διδάχτηκα από το θείο μου, το Θανάση Βαλιάκα. Από τη στιγμή που κλείσαμε τα μάτια μας και τραγουδήσαμε, μέσα σε τρεις μήνες πρωτοεμφανίστηκα στη Λάρισα. Από τότε πέρασαν δέκα χρόνια, και πολλές ημέρες της εβδομάδας με βρίσκουν στη σκηνή, με αμέτρητες συναυλίες στις περισσότερες περιοχές της Ελλάδας. Έτσι από τη στιγμή που πρωτοέκλεισα τα μάτια μου φτάσαμε ως εδώ και δεν θυμάμαι να τα έχω ανοίξει… Σ’ αυτό τον άνθρωπο που μου έδωσε το βάπτισμα του εραστή της τέχνης ή του ονείρου όπως όμορφα το θέτεις, και στον δάσκαλο και συνθέτη Μανώλη Καμπούρη με τον οποίο ακόμα συμπράττουμε δημιουργικά, γνώρισα την μουσική ως έκφραση. Οπότε όπως καταλαβαίνεις σε πολλά πράγματα δεν προλαβαίνουμε να πούμε αυτό θέλω, αλλά έρχονται και μπολιάζουν μέσα μας και ζούμε μαζί τους σα να μην γίνεται κι’ αλλιώς…
Τί ήταν αυτό που σ’ έκανε ν’ αφήσεις για λίγο τη Λάρισα και να εγκατασταθείς στην Αθήνα; Ήταν εύκολα τα πράγματα; Ποιες δυσκολίες αντιμετώπισες;
Γ.Β.: Θα σου πω αυτό που είχα πει μια φορά σ’ έναν φίλο μου: «Στις ματωμένες φτέρνες μας κουρνιάζουν τα όνειρα μας». Γυρνάμε πότε με τη σκέψη και το νου και πότε με τα μάτια μας, μη γνωρίζοντας που θα μας βγάλει. Ένας προορισμός ήταν και η Αθήνα. Το 2005 ξεκίνησα για την Αθήνα «μ’ ένα τσιγάρο μες τους δρόμους και την κιθάρα μου στους ώμους», οι δυσκολίες πολλές, το καλό ήταν ότι στη Λάρισα είχα δημιουργήσει το σχήμα «ΦΗΜΙΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΜΥΘΟΙ» όπου κάποια από τα μέλη του ήταν από την Αθήνα. Οπότε συνεχίσαμε με το Νίκο Κορτιάνο, το Θανάση Μοσχάκη και την Ελευθερία Ιακωβάκη. Παίξαμε σε αρκετές σκηνές της Αθηνάς και ανακαλύπταμε τους χώρους. Γρήγορα βρήκα την στέγη μου στην μουσική σκηνή «ΒΑΤΡΑΧΟΙ» στα Εξάρχεια, του Γιώργου Αραπάκη, με τον οποίο έχουμε ακόμη επαφή και τώρα τελευταία έγραψα μουσική και διασκεύασα ένα ποίημά του, το «ΚΑΛΗΝΥΧΤΑ ΠΑΤΡΙΔΑ».
Γ.Β.: Η γνωριμία με το σύνθετη Σάκη Τσιλίκη μέσα από τους βατράχους έφερε το δίσκο «ΜΩΒ», στον οποίο ερμηνεύω οχτώ τραγούδια εκ των οποίων τα επτά είναι συνθέσεις του ΣΑΚΗ ΤΣΙΛΙΚΗ και των εξής στιχουργών : Σ. ΜΕΣΗΜΕΡΗΣ, Μ. ΑΒΑΤΑΓΓΕΛΟΣ, Α. ΠΥΡΙΟΧΟΣ, Β. ΜΑΣΤΡΟΚΩΣΤΑΣ, Δ. ΠΑΠΟΥΤΣΗ, Τ. ΚΑΡΩΝΗ ΚΑΙ Α. ΠΑΠΑΪΩΑΝΝΟΥ. Στο δίσκο περιέχεται και το «ΒLUES» που είναι τραγούδι από τη δική μου πλευρά. Εξάλλου, αξιοσημείωτη είναι η συμμετοχή του ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΥ ΧΑΤΖΗ στο δίσκο. Έτσι, με αφορμή τη γνωριμία μας μέσα από το δίσκο, ξεκινήσαμε τις εμφανίσεις με τον ΑΛΕΞΑΝΔΡΟ ΧΑΤΖΗ και το ΣΤΑΜΑΤΗ ΜΕΣΗΜΕΡΗ, στη Θύρα Τέχνης στου Ψυρρή.
Με το Σταμάτη Μεσημέρη αναπτύξαμε παράλληλα μια νέα συνεργασία για τη δημιουργία ενός νέου δίσκου. Είχα πάει αρκετές φορές σπίτι του και μου έπαιζε τα τραγούδια του αλλά έφυγε και δεν προλάβαμε να μεταγγίσουμε σε αυτά την πνοή μας.
Σήμερα ποιοι είναι οι άνθρωποι που πορεύονται μουσικά μαζί σου;
Γ.Β.: Τώρα πλέον τα τελευταία δύο χρόνια, όπου και εμφανίζομαι στη Λάρισα, είμαι παρέα με τον Βασίλη Λακερδά, ιδρυτή του συγκροτήματος «Αυθαίρετοι» και το Στέλιο Βαλδούμα, ένα νέο ταλαντούχο στα πλήκτρα, όπου εβδομαδιαία τραγουδάμε σε σκηνές της πόλης και όχι μόνο. Σε πολλές μουσικές εξορμήσεις στη Θεσσαλονίκη κατά κύριο ρόλο, αλλά και σε άλλες πόλεις, εμφανίζομαι παρέα με τον φλαουτίστα Γιώργο Δούσο, μέλος του συγκροτήματος «Δάρνακες».
Αξιοσημείωτο αναφοράς της περσινής σεζόν, είναι η συνεργασία με την θεατρική σκηνή ΟΝΕΙΡΩΝ ΘΑΥΜΑΤΑ σε μια μουσικοθεατρική παράσταση του Μάνου Παναγόπουλου Καφενειον «Οι κουβέντες» σε σκηνοθεσία του Δημήτρη Βούζα, όπου συνόδευα με τις μουσικές μου. Έξαλλου για τις ανάγκες του έργου ερμήνευσα το τραγούδι μου με τίτλο ΓΙΑ ΕΝΑΝ ΚΟΣΜΟ ΠΟΥ ΟΝΕΙΡΕΥΕΣΑΙ...
Γ.Β.: «Τραγουδάμε τις ανάσες μας... και τα κουρέλια της ψυχής μας καταθέτουμε». Έχω δημιουργήσει μια μουσική ομάδα με δημιουργικό χαρακτήρα, με χώρο συνάντησης την «Υπόγα». Ένα χώρο που διατηρώ όλα αυτά τα χρόνια, σα χώρο δημιουργίας. Έχουμε αρχίσει να ενορχηστρώνουμε πολλά από τα τραγούδια που έχουν μαζευτεί τα τελευταία δέκα χρόνια δημιουργίας, καθώς και νέα που έρχονται μέσα από την ομάδα, με σκοπό την ηχογράφηση καθώς και κάποιες εμφανίσεις. Μέσα από εκεί μπορεί να έρθει και η δημιουργία του δίσκου ή κάτι τέτοιο…
Έχεις διοχετεύσει και εσύ Γιώργο τα τραγούδια σου στο διαδίκτυο. Όσο καταρρέουν οι δισκογραφικές εταιρείες, το βλέπουμε όλο και συχνότερα αυτό από πολλούς νέους κυρίως καλλιτέχνες. Πιστεύεις πως είναι μια διέξοδος για τους νέους μουσικούς, συνθέτες, στιχουργούς και τραγουδιστές αυτό; Ποια είναι τα υπέρ και ποια τα κατά στη χρήση του διαδικτύου κατά τη γνώμη σου;
Γ.Β.: Μέσα στο διαδίκτυο υπάρχουν διάφορα πράγματα, έτσι υπάρχουν και τα τραγούδια μας. Ίσως φτάσαμε σε μια εποχή ελεύθερης διακίνησης της μουσικής. Εξάλλου τίποτα δε μας ανήκει, ό,τι γράφουμε και ό,τι τραγουδάμε είναι οι ελεύθερες ανάσες μας. Σε σχέση με την τηλεόραση και το ράδιο και τα μέσα επικοινωνίας γενικά, το διαδίκτυο έχει ευκολότερη πρόσβαση και λιγότερη κατεύθυνση. Έτσι φαίνετε τουλάχιστον. Οπότε καλοταξίδευτα να είναι και από όπου κι αν ακούγονται.
Πώς βλέπεις γενικά, τόσο τη μουσική σκηνή της πατρίδας μας, τους καλλιτέχνες δηλαδή, όσο και το παρόν και το μέλλον του τραγουδιού; Νομίζεις πως η μουσική και το τραγούδι έχουν ακόμη πολλά και καινούργια πράγματα να προσφέρουν;
Γ.Β.: Υπάρχουν αξιόλογοι καλλιτέχνες και πολλά όμορφα δημιουργήματα, απλώς τα περισσότερα είναι πίσω από τα φώτα. Ψάχνοντας, ανακαλύπτεις. Έχει γίνει έτσι η ζωή μας που πλέον πρέπει να ψάξεις για να βρεις αυτά που σε εκφράζουν. Ωστόσο η μουσική δεν θα σταματήσει ποτέ. Μπορεί κάποτε να ήταν στους τεκέδες και να βρεθεί πάλι εκεί, ή ακόμα και στους δρόμους ή κάπου αλλού, αλλά δεν θα σταματήσει ποτέ να εκφράζει τους ανθρώπους.
Γ.Β.: Οι μέρες έφεραν τη σκέψη και λιγότερο την πράξη. Περιμένω να έρθει περισσότερο η πράξη … εξάλλου «ποιος φταίει, ποιος φταίει κι η ψυχή μου όλο καίει σαν καζάνι κι η οργή θα ξεχειλίσει»…
Ποιο τραγούδι θα έστελνες σε όσους κυβέρνησαν και κυβερνούν αυτή τη χώρα;
Γ.Β.: Ένα τραγουδάκι που θα ήθελα να αφιερώσω σε όλους τους από πάνω, με την έννοια ότι περιμένω να έρθουν τα πάνω κάτω… είναι μια προεκλογική ζεϊμπεκιά με τίτλο «Κούνα το χεράκι, κούνα το» που θα ήθελα να το πω έτσι ακαπέλα που λένε…
Απ’ το έδρανο σου το ψηλό / Στείλε στο λαό χαιρετισμό
Κούνησε τα βρε παραμυθά / Τα χεράκια σου τα μαλλιαρά
Κέρνα κάτι για να βολευτώ / Τάξε και στιφάδο το λαγό
Ρίξτε στάχτη μες την κάλπη κι αγιορείτικο κρασί
Να το πιουν και να μεθύσουν του παράλογου οι πιστοί
Σκόρπισέ τους στον αέρα και λιβάνισε τη γη
Στη βροχή να ξεπλυθούν οι αμαρτωλοί.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου