Το 1997 κυκλοφόρησε από τις «Εκδόσεις Ποντίκι» ένα βιβλίο – οδοιπορικό με τις εμπειρίες του από τη Ρουάντα, όπου βρέθηκε ως παρατηρητής της Ύπατης Αρμοστείας του ΟΗΕ για τα Ανθρώπινα Δικαιώματα, αμέσως μετά τη Γενοκτονία. Τίτλος αυτής της προσωπικής μαρτυρίας: «Μπαζουνγκού – Ένα οδοιπορικό στη Ρουάντα – Μάρτιος Ιούνιος 1995».
Ανήκω στους θαυμαστές των τραγουδιών του. Μου άρεσε πάντα αυτό το ιδιαίτερο και ξεχωριστό χιούμορ που υπάρχει σε αρκετά τραγούδια του, όπως «Το αστείο» που τραγούδησε και διασκεύασε πριν λίγα χρόνια ο Πάνος Μουζουράκης με τίτλο «Το σαλάμι».
Ευαίσθητος, τρυφερός και μελαγχολικός σε τραγούδια όπως «Το λίκνισμά σου», «Δεν έχει», «Μια πόρτα», «Πρωινό Νανούρισμα», «Δωμάτιο Χρωματιστό», «Η Κίρκη στη νταλίκα», «Η νύχτα ήταν πάντα κάπου αλλού», «Πάθη και χρώματα»…
Ελπίζω σύντομα ν ακούσουμε κάτι καινούργιο και ολοκληρωμένο από το Βασίλη Νικολαΐδη. Έχουμε ανάγκη από τον ποιητικό του λόγο στη σημερινή εποχή περισσότερο από κάθε άλλη φορά νομίζω…
Β. Ν.: Αυτό το τραγούδι, το είχα σχεδόν ξεχάσει πως το’ χα γράψει. Όπως θα υποπτεύεσαι, δεν είμαι οπαδός του βιολογικού ντετερμινισμού. Καλλιτέχνης γίνεσαι. Όπως ο Έλληνας, ένα πράμα.
Τί θυμάσαι από τους Αγώνες Τραγουδιού της Κέρκυρας;
Β. Ν.: Πολλά. Κυρίως όμως πως υπηρετούσα ναύτης σ’ ένα πλοίο του Πολεμικού Ναυτικού. Ήταν λίγο πριν τις εκλογές του 1981 -που κατέκτησε το ΠΑΣΟΚ την εξουσία- και ήμασταν επιφυλακή. Πήρε λοιπόν ο Χατζιδάκις τον Αβέρωφ που ήταν ακόμα υπουργός αμύνης και προσωπικός του φίλος, κι αυτός έβαλε τον υπασπιστή του να πάρει τηλέφωνο στο καράβι να μου δώσουν άδεια να πάω να τραγουδήσω στο φεστιβάλ στην Κέρκυρα, και τότε έτρεχαν όλοι να με βρούνε, πράγμα όχι και τόσο εύκολο, γιατί το πλοίο ήταν το μεγαλύτερο του στόλου, ένα πλωτό χωριό. Να γίνεσαι διάσημος από τη μια στιγμή στην άλλη -κι’ ας είναι και σε καράβι- μόνο εγώ το έκανα, και η Βλαχοπούλου σε ταινία. Η οποία ήταν τυχαίως μέσα στο ίδιο αεροπλάνο, γυρνώντας από την Κέρκυρα. Μιλούσε όπως ακριβώς στο σινεμά.
Σου λείπει σήμερα ο λόγος και η παρουσία του Μάνου Χατζιδάκι;
Β. Ν.: Απελθέτω το ποτήριον (της απαντήσεως). Ένα σωρό αυτοπροβάλλονται σε κάθε είδους αφιερώματα με αφορμή αυτόν ή τον άλλο σπουδαίο νεκρό ή ζωντανό, και λένε κοινοτοπίες. Ας μην μπω κι’ εγώ στον πειρασμό.
Β. Ν.: Το ίδιο ποτήριον. Έχω μόνο να προσθέσω πως το έργο του αδικήθηκε ακριβώς την ώρα της πιο μαζικής του δικαίωσης: στη μεταπολίτευση. Είχε γεμίσει ο τόπος με σμήνη χελιδόνια κι’ η Άνοιξη ακριβή. Και όλα τ’ άλλα εξανεμίζονταν, πόσοι λες -από κείνους στις συναυλίες με τις σηκωμένες μπουνιές της γενιάς μου- να τραγούδησαν τα γιασεμιά και φουστάνια στο περιβόλι; Να γιατί είμαστε στα χάλια που είμαστε, τώρα που κυβερνάει η γενιά μου.
Παιδί και έφηβος τί μουσική άκουγες; Ποιοι ήταν οι δικοί σου μουσικοί ήρωες;
Πέντε δίσκους που αγαπάς ιδιαίτερα;
Β. Ν.: Οι δίσκοι είναι σαν τον γάμο, τους ερωτεύεσαι, τους αγαπάς, μετά τους βαριέσαι, μπορεί να μην τους ακούς και πολύ πια, αλλά είναι κομμάτι από την ζωή σου, δεν μπορείς να την φανταστείς χωρίς αυτούς. Να το ξεκαθαρίσουμε αυτό, λοιπόν, για να καταλάβουμε τη δυσκολία της ερώτησης. Γιατί υπάρχουν δίσκοι με τους οποίους διανύουμε διαφορετική φάση της σχέσης μας. Ακούω τελευταίως στο διαδίκτυο με πάθος λαϊκά μεξικάνικα τραγούδια της επαναστατικής περιόδου, ειδικά ένα με τον Πάντσο Βίγια, που στέλνουν οι αμερικάνοι αεροπλάνα μέσα στο Μεξικό να τον σκοτώσουν, και τους ξεφεύγει συνέχεια, κάτι σαν τον Μπιν Λάντεν αλλά πιο συμπαθής. Μέχρι που τους στήνει μια ενέδρα, ντύνεται αμερικάνος, στήνει και κάτι αμερικάνικες σημαίες, προσγειώνονται οι αμερικάνοι, και ο Πάντσο Βίγια τους πιάνει αιχμάλωτους. Μου θυμίζει Μποστ αυτή η ιστορία, την ακούω συνέχεια. Και τους δίσκους που έλιωσα στην εφηβεία μου, που με καθόρισαν, ε! τους ακούω μόνο στο ραδιόφωνο. Είναι άνιση η σύγκριση, δεν μπορώ να απαντήσω.
Πώς θα χαρακτήριζες τα τραγούδια που έχεις γράψει; Είναι δύσκολο ή εύκολο να τα εξηγήσεις;
Β. Ν.: Δεν θυμάμαι να μου έχουν ζητήσει να εξηγήσω ποτέ τίποτα. Πάντως το πιο ενδιαφέρον θα ήταν να μου εξηγούν οι άλλοι τα τραγούδια μου (γέλια).
Στο τραγούδι «Ελλάς» του 1984 γράφεις για την Ελλάδα. Σήμερα τί θα έγραφες για τη χώρα μας; Έχει αλλάξει κάτι από τότε; Ή όλα έχουν μείνει ίδια;
Β. Ν.: Φοβάμαι πως εκείνα που έγραψα τότε, έπρεπε να τα γράψω τώρα που είναι πιο ορατά τα συμπτώματα.
Β. Ν.: Η εδραιωμένη μας πεποίθηση πως φταίνε πάντα οι άλλοι. Την οποία και ενστερνίζομαι (γέλια).
Β. Ν.: Ήταν ύπουλο πράμα η λογοκρισία της μεταπολίτευσης. Δεν λέω για την φανερή, που υπήρχε και λειτουργούσε ως θεσμός. Λέω για την άλλη, που δεν χτυπούσε επισήμως, με σφραγίδες και υπογραφές και αποφασίζομεν και διατάσσομεν. Τουλάχιστον να βγεις μετά, βρε αδερφέ, να φωνάξεις για τις αδικίες και τις διώξεις και τους κατατρεγμούς σου, να θαυμάσει ο λαός τον ήρωά του!
Γινόταν αλλιώς το κόψιμο, μουλωχτά, εγώ τα μάθαινα από ακριτομυθίες, πως κάποιος πέρασε και είπε δυο λόγια στον παραγωγό, πως χάραζαν τους δίσκους της δισκοθήκης με καρφί -στην μονοπωλιακή τότε ΕΡΤ-, τέτοια πράγματα. Αργότερα, στα χρόνια της ελεύθερης ραδιοφωνίας, δεν υπήρχε λογοκρισία. Είχε έρθει όμως η αβάσταχτη ελαφρότης του λάιφστάιλ, κι’ ήταν ακόμα χειρότερα.
Τελικώς, στον πρόσκαιρο εκδημοκρατισμό του Περισσού, στα μέσα της δεκαετίας του΄80, πρωτακούστηκε στον «902» η «Ιστορία της Μαρίας» και μερικά ακόμη τραγούδια μου. Αλλά μετά ακολούθησαν οι εκκαθαρίσεις στο κόμμα και την νεολαία, που πήρανε μπάλα και τους συμπαθούντες τα τραγούδια μου. Και μετά δεν ακουγόμουν πουθενά!
Β. Ν.: Δεν ξέρω. Πάντως αν είναι, είναι σίγουρα η πιο σύντομη. Κρατάει πέντε λεπτά η πρώτη, επτά η δεύτερη.
Β. Ν.: Αυτοί οι άνθρωποι ποτέ δεν βιάστηκαν για κάτι. Ακόμα κι’ όταν βιάζονταν, δεν μπορούσαν να κάνουν γρήγορα. Αυτό δημιούργησε μια χαλαρή περιρρέουσα, δεν βάζαμε στόχους, μερικές φορές έγραφα πράγματα που αμέσως καταλάβαινα πως ήταν γραμμένα γι’ αυτούς. Πήγαινα τότε και τους έβρισκα στο Λαγονήσι. Εκεί μένουν, εκτός Κλεινού Άστεως, ο Καβαλλιεράτος και η Μπάρμπαρα Σάουτερ, και ο Λίο και η Πέντυ, που μεγάλωσαν εν τω μεταξύ και γράφουν δικά τους τραγούδια, εκτός Χάνομαι γιατί Ρεμβάζω. Να πατήσω λίγο την αττική γη, να πιώ μαζί τους μια ρετσίνα, να φάω κανένα παϊδάκι αρνίσιο. Κοπάδια ολόκληρα έχουν θυσιαστεί στον βωμό της συνεργασίας με τους Χάνομαι γιατί Ρεμβάζω!
Η ιστορία με τη Ρουάντα, πώς ξεκίνησε;
Β. Ν.: Από μια τυχαία γνωριμία. Βοήθησε και το γεγονός πως οι υποψηφιότητες για την δουλειά ήταν περιορισμένες, κανείς δεν ήθελε να πάει, δεν ξέρανε τι θα τους συμβεί εκεί. Κι’ έτσι πήγα εγώ.
Στον τρίτο σου δίσκο «Η νύχτα ήταν πάλι κάπου αλλού» το εξώφυλλο είναι δική σου ζωγραφιά. Συνεχίζεις να ζωγραφίζεις;
Γνωριστήκαμε αρχές δεκαετίας του ΄80, στους Αγώνες Τραγουδιού του Μάνου Χατζιδάκι στην Κέρκυρα. Τι χαρούμενο συναπάντημα!! Αμέσως μετά πιάσαμε το τραγούδι, σε μουσικές σκηνές ανά την Ελλάδα, συναυλίες, δισκογραφικές εκδόσεις...'' ..με ...το παίξε γέλασε, και το βαθύ κανάκι...'' θύοντας πάντα... στην Αφροδίτη....
Το τραγούδι του Β. Ν. υπήρξε εξ αρχής το ευνοούμενο θέμα μου, η εύκρατη αρμονία στις μουσικές μου αναζητήσεις: Μεταξύ άλλων μ έκανε να βρω τα ερείσματα των επτανησιακών και άλλων ιδιωμάτων, μ΄έφερε κοντά στον Ανδρέα Εμπειρίκο [ Je reviens toujours ]
..κάθε που αφήνομαι στη δύναμη και την αγάπη των Λόγων του με βγάζει μέσα από τα ρυπαρά και εξυβρισμένα και με μεταφέρει στην μέση ενός Δάσους, του Δάσους των απέθαντων αισθημάτων και αναμνήσεων...
Όταν μου έφερε τους στίχους του '' Χειμώνα του ΄39 '' :
'' ...Τι ελεύθερος που φαίνεται ο κόσμος, τι ωραίος ο πόλεμος,
σαν το κρασάκι ο θάνατος και η δημοκρατία...''
άπλωσα θυμάμαι τα ξυλοχρώματα στον πάγκο, γεμίζοντας τις σελίδες του τετραδίου μου με προσχέδια για τη ραφίδευση επεύχιου, με χρωματικές αρμονίες των Αίνων της Κεφαλλονιάς, για τον Αίνο του Β. Ν. !
Και όταν αργότερα κατά την γενική πρόβα της παρουσίασης αυτού του Επύλιου σε μουσικό πρόγραμμα του Σείριου του Μάνου Χατζιδάκι για να διασκεδάσω την αγωνία μου μπροστά στο Μάνο και τον Ν. Γκάτσο
'' τώρα τι μπορεί να παίξει κανείς '' τους ρωτάω '' μετά από τα δικά σας τραγούδια..''
παίρνω την απάντηση από τον Γκάτσο ... Ναι αλλά εγώ δεν έχω γράψει ακόμα
''...Σαν το κρασάκι ο Θάνατος και η Δημοκρατία...''
Τραγούδια του Β. Ν. πλουμίζουν τις συλλογές του μουσικού συνόλου Χάνομαι Γιατί Ρεμβάζω
ΣΥ ΦΕΡΝΕΙΣ ΤΑ ΤΡΑΓΟΥΔΙΑ, 1985, ΑΦΟΙ ΦΑΛΗΡΕΑ
ΤΑ ΠΑΡΟΙΝΙΑ, 1987, ΣΕΙΡΙΟΣ
ΤΑ ΕΓΚΑΙΝΙΑ, 1989, ΣΕΙΡΙΟΣ
ΙΧΝΟΓΡΑΦΙΑ, 1991, ΣΕΙΡΙΟΣ
ΠΕΡΑ ΣΤΟΥ ΚΕΓΧΡΙΟΥ ΤΟΝ ΚΑΜΠΟ, 1995, ΜΒΙ
ΕΝΑ ΕΥΧΑΡΙΣΤΩ, 1999, ΜΒΙ
ΓΙΑ ΜΙΑΣ ΜΕΡΑΣ ΤΟ ΣΤΟΙΧΗΜΑ, 2009, ΥΑFKA RECORDS
ενώ βρίσκεται σε στάδιο προετοιμασίας η συλλογή ''Θάλασσα που θα μπορούσε να πνιγεί κανείς'' με παλιά και καινούργια τραγούδια του Β. Ν.
ευχαριστώντας
Χάρης Καβαλλιεράτος
Επισκεφτείτε το blog του τραγουδοποιού «Ρουάντα Νησί» (rwandanissi.blogspot.com) & http://haravas.blogspot.gr/
1 σχόλιο:
Υπέροχος τραγουδοποιός, πράγματι! Τα χαιρετίσματά μας από τη Θεσσαλονίκη.
Δημοσίευση σχολίου