Ο Μαρίνος Αντύπας γεννήθηκε στο χωριό Φερεντινάτα της περιοχής Πυλάρου στην Κεφαλονιά το 1872 από μικροαστούς γονείς. Φοίτησε για ένα διάστημα στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Ήταν υπέρμαχος των λαϊκών ελευθεριών και των φυσικών δικαιωμάτων του ανθρώπου, κυρίως των ανθρώπων του μόχθου. Αγωνίστηκε σ' όλη του τη ζωή για την αφύπνιση του λαού, και μάλιστα των αγροτικών και εργατικών τάξεων. Δολοφονήθηκε από άνθρωπο των μεγαλοκτηματιών του θεσσαλικού κάμπου (τσιφλικάδων), στις 8 Μαρτίου 1907 στον Πυργετό Λάρισας.
Πατέρας του Μαρίνου Αντύπα ήταν ο Γιώργος Αντύπας, μαραγκός και ξυλογλύπτης το επάγγελμα, και της Αγγελικής Κλαδά. Η οικογένεια μετακόμισε στο Αργοστόλι, όπου ο Μαρίνος αποφοίτησε, μέσα σε στερήσεις, από το Γυμνάσιο, τον Ιούνιο του 1890.
Στη συνέχεια, γράφτηκε στη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών. Από την αρχή, τον χαρακτήριζαν οι πολιτικοί και κοινωνικοί του αγώνες ως σοσιαλιστής, οργανώνοντας ομιλίες. Κατά την Κρητική Επανάσταση του 1896, πολέμησε μαζί με άλλους φοιτητές στο πλευρό των Κρητών. Μετά από ένα χρόνο, επέστρεψε στην Αθήνα με τραύμα στο στήθος. Εκεί οργάνωσε το συλλαλητήριο της 14ης Σεπτεμβρίου 1897 στην Πλατεία Ομονοίας. Σε εκείνο το συλλαλητήριο, κατάγγειλε δημόσια τον ρόλο μελών της βασιλικής οικογένειας και των Μεγάλων Δυνάμεων στην έκβαση του ελληνοτουρκικού πολέμου του 1897. Αποτέλεσμα αυτής της ομιλίας ήταν η καταδίκη του σε φυλάκιση ενός έτους. Μετά την αποφυλάκισή του, συνελήφθη και φυλακίστηκε ξανά, με πρόσχημα την ηθική αυτουργία σε υπόθεση απόπειρας δολοφονίας του βασιλιά Γεωργίου Α΄.
Το 1898, ο Αντύπας διέκοψε τις σπουδές του και επέστρεψε στην Κεφαλονιά. Την επόμενη χρονιά εξέδωσε την εφημερίδα Ανάστασις, της οποίας η κυκλοφορία διακόπηκε εξαιτίας ενός άρθρου όπου ο Αντύπας καταφερόταν εναντίων της πολιτικής και δικαστικής εξουσίας και των υπευθύνων της ήττας του 1897. Σημαντικό εδώ -από ένα περιληπτικό πρόγραμμα του 1905- είναι ότι ζητούσε νόμους που να περιορίζουν τις ώρες εργασίας, να καθοριστεί ημερομίσθιο, να δημιουργηθούν ταμεία σύνταξης για τους ανίκανους εργάτες είτε λόγω ηλικίας, είτε ασθενείας ή τραυματισμού.
Το 1903 ο Μαρίνος Αντύπας πήγε στο Βουκουρέστι όπου ζούσε ο θείος του Γεώργιος Σκιαδαρέσης. Υπάρχει η πεποίθηση ότι ο Αντύπας ήταν αυτός που τον έπεισε να αγοράσει γη έκτασης 300.000 στρεμμάτων στον θεσσαλικό κάμπο, στην περιοχή των Τεμπών. Την ίδια χρονιά, ξαναγύρισε στην Κεφαλονιά όπου επανεξέδωσε την εφημερίδα του και ίδρυσε το «Λαϊκόν Αναγνωστήριον Η Ισότης», ένα είδος λαϊκού σχολείου.
Το 1906, μετά την αποτυχία του στις εκλογές στην Κεφαλονιά (ως υποψήφιος βουλευτής επαρχίας Κρανιάς), έφτασε στη Θεσσαλία όπου ανέλαβε επιστάτης στα κτήματα του θείου του. Εκεί εφάρμοσε προοδευτικά μέτρα όπως η εφαρμογή της αργίας της Κυριακής, η αμοιβή των κολλήγων με το 75% της παραγωγής (αντί του 25% που ίσχυε ως τότε) και η παραγραφή των χρεών τους. Ταυτόχρονα συνέχισε να μιλάει σε συγκεντρώσεις στα χωριά του κάμπου, κινητοποιώντας και οργανώνοντας τους εξαθλιωμένους αγρότες της Θεσσαλίας. Οι ενέργειές του αυτές και η μαχητικότητά του προκάλεσαν το μίσος των τσιφλικάδων, οι οποίοι προσπάθησαν, στην αρχή, να τον σταματήσουν μέσω συστάσεων από τη Χωροφυλακή και τη Νομαρχία.
Ο Μαρίνος Αντύπας ωστόσο συνέχισε να διατρέχει τα χωριά του θεσσαλικού κάμπου και να κινητοποιεί τους αγρότες για τα δίκαιά τους, με αποκορύφωμα το συλλαλητήριο στο Λασποχώρι στις αρχές του 1907. Οι τσιφλικάδες της Θεσσαλίας, βλέποντας πως με κανένα μέσο δεν μπορούν να τον κάμψουν, αποφάσισαν τη δολοφονία του στις 8 Μαρτίου 1907 στον Πυργετό Λάρισας, βάζοντας τον επιστάτη Ιωάννη Κυριακό να προκαλέσει επεισόδιο και, στη συνέχεια, να τον πυροβολήσει. Με τον τρόπο αυτό έλπιζαν να εμφανίσουν τη δολοφονία ως αυτοάμυνα για να αθωωθεί ο δράστης, όπως και έγινε.
Οι τελευταίες λέξεις του Μαρίνου Αντύπα ήταν: "Ισότης, Αδελφότης, Ελευθερία". Η δολοφονία του προκάλεσε λαϊκές εκδηλώσεις και αντιδράσεις σε όλη την Ελλάδα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου