Ο ίδιος μιλάει στην “Π” για το ξεκίνημά του, την πορεία του, τις καλλιτεχνικές του επιλογές και πώς γλιτώνει από τις εκάστοτε συμπληγάδες.
Να πάμε πίσω, στην εποχή που αρχίσατε να ασχολείστε με τη μουσική μέχρι την εποχή της αναγνωρισιμότητάς σας. Περιγράψτε μου τη διαδρομή.
Από πού να αρχίσω… Ασχολήθηκα από πολύ μικρός με τη μουσική, καιγόμουν για αυτή. Ήταν ό,τι ήθελα να κάνω και βέβαια -όπως είπε κι ο Coelho- όταν θέλεις κάτι πολύ όλο το σύμπαν συμμαχεί για να το πετύχεις και μιλώ για εκείνα τα χρόνια που ήταν εν γένει δύσκολα, καθώς δεν υπήρχανε οι σημερινές δυνατότητες. Για να ταξιδέψει τότε ένα παιδί από την Κομοτηνή στην Αθήνα, ήταν ένα ταξίδι ζωής κι όχι κάτι απλό. Παρόλα αυτά εγώ βρήκα τον τρόπο, κατέβηκα στην πρωτεύουσα και στάθηκα τυχερός, καθώς ήρθα σε επαφή με έναν εμπνευσμένο άνθρωπο που μεγαλούργησε στο χώρο, τον Αλέκο Πατσιφά που είχε ιδρύσει τότε τη Lyra, ο οποίος διέγνωσε μέσα από τα πρωτόλεια τραγούδια μου ότι είχα μέλλον και μου έδωσε μια ευκαιρία. Τότε τα στούντιο -σε αντίθεση με σήμερα που μπορεί ο καθένας να ηχογραφήσει ένα δίσκο- ήταν πραγματικά χώροι ιεροί, σε έπιανε ένα δέος, πόσο μάλλον όταν ήτανε η πρώτη φορά που έμπαινες σε χώρους που έγραψαν ιστορία, όπως ήταν τα στούντιο της Coloumbia. Μου δόθηκε λοιπόν μια ευκαιρία μέσα από τις καλές προθέσεις που είχε ο Πατσιφάς για τους νέους κι έτσι ξεκίνησα τη δισκογραφία.
Από τότε μέχρι σήμερα πώς βλέπετε την πορεία που έχετε διανύσει;
Θα έλεγα ότι από την πρώτη στιγμή, ασυνείδητα -το συνειδητοποίησα αργότερα στην πορεία- ακολούθησα μία αυτόνομη πορεία σε βαθμό που πολλές φορές καταντούσε πολύ ακριβό σπορ. Όμως είμαι ευχαριστημένος από τον εαυτό μου επειδή έμεινα σταθερός στις ιδέες μου, τις οποίες και περνούσα μέσα από τα τραγούδια μου. Το τραγούδι δεν ήταν απλώς μια μουσική έκφραση για μένα. Ήταν ένας τρόπος ζωής και σκέψης, κάτι που δεν έχω αλλάξει ως σήμερα.
Αρχικά κατεβήκατε στην Αθήνα, όμως τελικά γυρίσατε πίσω. Πώς πήρατε απόφαση να επιστρέψετε εκεί απ' όπου ξεκινήσατε;
Στην Αθήνα έμεινα 1970-77, διάστημα που για μένα ήταν ιδιαίτερα δημιουργικό. Η επιστροφή μου ήταν μία απόφαση που πήρα εν θερμώ, αλλά δεν το μετάνιωσα καθόλου, γιατί επιστρέφοντας στην Κομοτηνή ένιωσα πραγματικά ευτυχισμένος που ήμουν πάλι μέσα στους δικούς μου ανθρώπους και με όλες βέβαια τις εμπειρίες που είχα αποκτήσει. Δηλαδή, δεν είχα και πολλές περιέργειες όταν γύρισα πίσω. Και τότε όπως και σήμερα θεωρώ ότι είναι απαραίτητο οι νέοι να ανοίγουν τα φτερά τους, μόνο που δεν θα πρέπει να ξεχνούν τον τόπο απ' όπου ξεκίνησαν.
Η μουσική ήταν πάντα η κύρια ενασχόλησή σας; Από αυτήν ζείτε;
Κυρίως από αυτή. Όταν επέστρεψα στο σπίτι μου το 1977 άνοιξα ένα δισκοπωλείο το οποίο έγινε καλλιτεχνικό στέκι, κέντρο ιδεών, χώρος δημιουργίας και καταφύγιο για τις πνευματικές ανησυχίες των ανθρώπων. Το ονόμασα «Κύτταρο» σε ανάμνηση του «Κύτταρου» της Αθήνας από όπου είχα ξεκινήσει το '71. Ταυτόχρονα ήταν και ο βιοπορισμός μου, που μου έδινε την απόλυτη ελευθερία να κάνω τις μουσικές μου επιλογές -γιατί δε σταμάτησα λεπτό να ασχολούμαι με τη μουσική- πολύ πιο απελευθερωμένος από το διάστημα που ήμουν στην Αθήνα και συχνά αντιμετώπιζα τρομερές οικονομικές δυσκολίες θέλοντας να κάνω μόνο αυτά που επιθυμούσα.
Πιστεύετε ότι συναντήσατε περισσότερες δυσκολίες στην πορεία σας απ' ό,τι αν είχατε παραμείνει στην πρωτεύουσα;
Όχι, σε καμία περίπτωση. Μάλλον ευνοήθηκα σε σχέση με αυτά που ήθελα να κάνω. Αν είχα άλλους στόχους, πιθανόν να έλεγα ότι ήταν λάθος η επιλογή μου, αλλά δεν είχα άλλους στόχους. Ήθελα μία ελευθερία μακριά από εταιρειάρχες και ταβερνιάρηδες. Ο Πατσιφάς είχε πεθάνει και δεν μπόρεσα να συμπλεύσω με κανέναν άλλο εταιρειάρχη, σε βαθμό που -αισθανόμενος πλέον και την οικονομική άνεση στην Κομοτηνή- ξεκίνησα τις δικές μου παραγωγές από το 1990 με την ετικέτα “Δίσκοι Κύτταρο”.
Πριν πάμε στις παραγωγές σας, θα ήθελα να μου πείτε αν κερδίσατε ή αν χάσατε κάτι μακριά από την Αθήνα και τα μουσικά της κυκλώματα;
Το τοποθέτησες πολύ ωραία, μίλησες για κυκλώματα. Το ότι απομακρύνθηκα από τους κύκλους και τα κυκλώματα είναι ακριβώς αυτό που με έσωσε, γι' αυτό και έχω μόνο φίλους στην Αθήνα. Αν παρέμενα εκεί, φοβάμαι ότι θα ερχόμουν σε άγρια σύγκρουση με ό,τι αυτό συνεπάγεται. Τους γύρισα λοιπόν την πλάτη ευγενέστατα και τους άφησα να βράζουν στο ζουμί τους.
Δεν έχουν όμως πολλοί τα κότσια να το κάνουν αυτό, ειδικά σήμερα.
Αυτές είναι προσωπικές επιλογές, δεν είναι ένα μοντέλο για πολλούς. Ο καθένας -ιδιαίτερα στο χώρο της τραγουδοποιίας- ακολουθεί το δρόμο του, τη μοναχική του πορεία. Γιατί, ας μη γελιόμαστε, αυτού του τύπου οι καλλιτέχνες είναι “Δον Κιχώτες”.
Θεωρείτε ότι στις επαρχίες ακόμη και το κοινό είναι διαφορετικό απ' ό,τι στα μεγάλα αστικά κέντρα;
Επειδή έχω ταξιδέψει πολύ, έχω συμπεράνει ότι ο οποιοσδήποτε άνθρωπος -όσο καλλιεργημένος ή μη είναι- αν έχει την ευκαιρία να ακούσει έναν σωστό λόγο μέσα από μία σωστή εκφορά, θα ακούσει. Δε λέω ότι θα γίνει φαν, θα ακούσει όμως κι αυτό είναι το πιο σημαντικό απ' όλα. Νιώθω ευτυχισμένος όχι εκεί που εμφανίζομαι έχοντας τη βεβαιότητα ότι από κάτω υπάρχουν ομοϊδεάτες, αλλά όταν λέω τα τραγούδια μου σε ανθρώπους που μου είναι και τους είμαι άγνωστος. Εκεί δοκιμάζω τα κότσια μου. Δίνω μάχη πρώτα με τον εαυτό μου και μετά με αυτούς για να περάσω όσα έχω σκεφτεί πριν από αυτούς και τα έχω κάνει τραγούδια. Έχω αγωνία πώς θα τα δεχτούν. Νιώθω πλούσιος όταν τελειώνει μια επιτυχημένη βραδιά. Έχω αντιμετωπίσει και δυσκολίες, αλλά συνήθως μπορώ και επικοινωνώ με τον κόσμο κι αυτό είναι μία επιβεβαίωση ότι καλά κάνω. Βαδίζω σε έναν μοναχικό, αλλά σωστό δρόμο -τουλάχιστον για τα δικά μου μέτρα.
Να σας πάω τώρα ξανά πίσω στις δισκογραφικές εταιρείες. Είστε υπέρ της ανεξαρτησίας στη δημιουργία, καθώς στέλνετε με αντικαταβολή τη δουλειά σας σε όποιον ενδιαφέρεται. Ποια η σχέση σας με τις εταιρείες και πώς βλέπετε να αντιμετωπίζουν τους καλλιτέχνες;
Οι εταιρείες δεν παύει να είναι εμπορικές επιχειρήσεις, δηλαδή μαγαζιά. Δεν είναι κρατικά ιδρύματα για να έχουν άπειρο προϋπολογισμό και χρήματα να διαθέτουν. Είναι άνθρωποι που επενδύουν σε κάτι και θέλουν οπωσδήποτε τουλάχιστον να το αποσβέσουν, αν όχι να βγάλουν κέρδος. Σε αυτό το θέμα δεν τους αδικώ. Τους αδικώ στο ότι θα έπρεπε να είναι εμπνευσμένοι και να μην αποσκοπούν μόνο στο κέρδος. Το μέλλον της δισκογραφίας είναι στις ανεξάρτητες παραγωγές. Κάτι που εγώ -όχι πως το είχα προβλέψει- το είχα ξεκινήσει όμως πολύ πριν, όταν δεν είχε βγει ακόμα το CD στην αγορά και υπήρχε η μαγεία του βινυλίου. Ξεκίνησα γιατί -όντας κάτοικος Κομοτηνής- δε μπορούσα να συνεργάζομαι με καμία εταιρεία, καθώς θα έπρεπε να υποστηρίζω τις επενδύσεις που θα έκανε. Αυτό δεν το ήθελα με τίποτα, διότι δεν θα άλλαζε για κανένα ρυθμό ζωής κι έτσι αποφάσισα να το κάνω μόνος μου. Κάτι που ήτανε άκρως επιτυχημένο και εμπορικά. Δεν υπήρχε δηλαδή πρόθεση για την αυτονομία μου στο χώρο της δισκογραφίας. Εκ των πραγμάτων όμως προέκυψε στην πορεία. Κι επειδή -υπό αυτές τις συνθήκες- ήταν δύσκολη η διακίνηση των δίσκων μου, αποτάθηκα στα ΜΜΕ για να ενημερώσουν τον κόσμο πως όποιος θέλει τους δίσκους μου, μπορεί να μου τηλεφωνεί κι εγώ θα τους στέλνω στο σπίτι του. Και ξαφνικά προέκυψε ένας κύκλος ανθρώπων από τις πιο απίθανες γωνιές της Ελλάδας και από το εξωτερικό, σε σημεία που δε θα έφτανε ποτέ εμπορικά ένας δίσκος μέσα από το δίκτυο διακίνησης που έχουν οι εταιρείες. Τελικά ήταν πολύ πιο επιτυχημένος αυτός ο τρόπος από τον κλασικό, το να τοποθετηθεί δηλαδή ένας δίσκος στα ράφια των δισκοπωλείων.
Για τη σημερινή κρίση της μουσικής πραγματικότητας πιστεύετε ότι φταίνε και οι ίδιοι οι ακροατές πέραν όλων των άλλων;
Όλοι φταίμε, δεν εξαιρώ ούτε εμάς τους καλλιτέχνες. Ο καθένας έχει το μερίδιο της ευθύνης του. Βέβαια τη μεγαλύτερη δύναμη επιβολής την έχουν αυτοί που έχουν τα μέσα στα χέρια τους κι αυτοί έχουν και το μεγαλύτερο μερίδιο ευθύνης, αλλά εδώ που τα λέμε φταίμε όλοι μας. Ξαφνικά πώς έγινε το τσιφτετέλι κυρίαρχος ρυθμός στην Ελλάδα σε όλες τις εκδοχές και τις εκφάνσεις του;
Η ποιοτική μουσική μπορεί να γίνει επιτυχία το ίδιο εύκολα;
Θα έλεγα ότι η μουσική είναι άρρηκτα δεμένη με τις κοινωνικές αλλαγές και κυρίως με την πολιτική. Μαζί στην άνοδο, μαζί και στην κατρακύλα…
Να σας πάω τώρα σε ένα άλλο κεφάλαιο, στον τόπο που μένετε. Είχατε κάνει μια προσπάθεια για ένα CD σε συνεργασία με μουσουλμάνους μουσικούς. Πώς αντιμετώπισαν αυτή σας την προσπάθεια οι δύο πλευρές;
Αυτή η πρωτοβουλία ήταν πολύ σημαντική για την περιοχή μας. Ήταν η πρώτη φορά που παιδιά της μειονότητας πήραν μέρος σε κοινή παραγωγή πολιτισμού με τους χριστιανούς και μάλιστα σε εποχές πάρα πολύ δύσκολες. Μιλώ για το 1995 που ήταν ακόμη οξυμένα τα πάθη καθώς δεν είχε καταλαγιάσει ακόμα ο θόρυβος από τα γεγονότα του '89 και του '90 που είχαν φτάσει μέχρι τη δολοφονία ενός χριστιανού. Ανάμεσα στις σχέσεις είχε πέσει κατήφεια και προβληματισμός. Εκείνη τη δύσκολη στιγμή κάναμε μία υπέρβαση. Κάλεσα τρία νέα παιδιά από τη μειονότητα για να βγούμε και να τραγουδήσουμε απόλυτα σεβόμενοι ο ένας την παράδοση, τη γλώσσα, τη θρησκεία κι ό,τι πρεσβεύει ο καθένας, αφήνοντας στην άκρη τις διαφορές μας και προσπαθώντας να βρούμε κοινό τρόπο συμβίωσης, ειρηνικής συνύπαρξης κι έκφρασης. Κι επειδή ήταν τόσο νέοι -πήγαιναν ακόμα Λύκειο- μπορείς να καταλάβεις πόσο δύσκολο ήταν και για αυτούς να ξεπεράσουν όλες τις προκαταλήψεις και τις αντιρρήσεις που είχαν όχι τόσο μέσα από τις ίδιες τις οικογένειές τους, αλλά μέσα από τις γειτονιές και τον κύκλο τους. Ήτανε ένα σοκ για την περιοχή μας, αλλά τελικά το αντιμετωπίσαμε με γενναιότητα, κυρίως από τα παιδιά της μειονότητας. Εγώ ήμουν της άποψης ότι εμείς έχουμε την υποχρέωση ως πιο ισχυροί εδώ στον τόπο μας να απλώνουμε το χέρι κι εκεί θα δούμε ποιος θα μας το σφίξει και ποιος θα μας το δαγκώσει. Έπρεπε να το κάνουμε. Έπρεπε να δοθεί βήμα σε αυτούς τους ανθρώπους. Τα παιδιά τίμησαν με το παραπάνω τη συνεργασία μας, τίμησαν την ελληνική γλώσσα -όπως κι εγώ τίμησα τη μητρική τους γλώσσα, την τουρκική- κάναμε τραγούδια που ακούγονται και στις δύο γλώσσες εναλλάξ. Ήταν μία πρωτοβουλία η οποία -αφού λιώσανε οι πάγοι- βρήκε ανταπόκριση όχι μόνο στην περιοχή μας, μα κι έξω από αυτήν, καθώς ταξιδέψαμε και στο εξωτερικό. Όχι πως έτσι λύσαμε τα προβλήματα, αλλά κάναμε μία καλή αρχή.
Πώς θα σχολιάζατε τις σχέσεις των λαών μεταξύ τους στο κουκλοθέατρο που στήνουν οι “ισχυροί” του κόσμου;
Έτσι ακριβώς. Κουκλοθέατρο. Είναι βέβαιο ότι αν μπορούσαν οι ίδιοι οι λαοί να ρυθμίσουν την τύχη και τη μοίρα τους, σίγουρα τα πράγματα θα ήταν πιο εύκολα και τα προβλήματα πάντα θα ήταν από αυτά που λύνονται με τις καλές προθέσεις που θα κατέθετε ο καθένας. Από το μυαλό μου δε φεύγει η λέξη “προβοκάτσια” σε ό,τι κι αν συμβαίνει γύρω μας με όλους τους γείτονες. Είμαι βέβαιος ότι τα πράγματα έτσι όπως ρυθμίζονται από αυτούς που θέλουν να μας χρησιμοποιούν ως μαριονέτες δε θα μας αφήσουν ποτέ μα ποτέ να ζήσουμε ειρηνικά και να δείξουμε τα φιλικά μας αισθήματα. Αντίθετα θα βρίσκουν τρόπο να μας τα καταστρέφουν όλα.
Κάπου είχατε πει: “Δεν είμαι από τους τελευταίους ρομαντικούς, αλλά είμαι από τους τελευταίους που θα κλείσουν το στόμα τους”. Είναι ακριβό το τίμημα για κάποιον που δεν κλείνει το στόμα του;
Όταν είναι νέος, τότε που υπάρχει η αβεβαιότητα του μέλλοντος και που όλα επείγουν, τότε ναι, μπορεί να του κοστίσει πάρα πολύ. Υπάρχουν βέβαια και οι αντιστάσεις που αλλού είναι λιγότερες κι αλλού περισσότερες και κάποια στιγμή ο άνθρωπος ή ακολουθεί το δρόμο που λέει η καρδιά του ή αρχίζει στην αρχή μικρούς και στη συνέχεια μεγάλους συμβιβασμούς και πάει βέβαια κατά διάολου. Μπορεί να βγάλει χρήματα από αυτό, αλλά είναι βέβαιο ότι θα έχει χάσει το όνειρό του.
Ο Τούρκος ποιητής Ναζίμ Χικμέτ γράφει: “Αν δεν καώ εγώ, αν δεν καείς εσύ, αν δεν καούμε εμείς, πώς θα γίνει το σκοτάδι φως;”, Τι σκέφτεστε τώρα που το ακούτε αυτό;
Έτσι ακριβώς είναι. Θα σου διαβάσω κάτι από το CD που είχα βγάλει με τα παιδιά της μειονότητας. Έχω μέσα ένα σημείωμα. Επάνω αριστερά γράφει “Να αγαπάς την ευθύνη. Να λες: εγώ μονάχος μου έχω χρέος να σώσω τη γης. Αν δε σωθεί, εγώ θα φταίω” Νίκος Καζαντζάκης. Επάνω δεξιά: “Αν δεν καώ εγώ, αν δεν καείς εσύ, αν δεν καούμε εμείς, πώς θα γίνουν τα σκοτάδια φως;” Ναζίμ Χικμέτ. «Ο φτωχούλης του Θεού κι ο Ναζίμ των φτωχών. Δύο φωτεινές ψυχές που με την κατάθεσή τους εδραίωσαν μέσα μου την αγάπη για ελευθερία και ειρήνη, μου δίδαξαν ότι αξίζει τον κόπο κάθε αγώνας ενάντια στους φράχτες που με επιμέλεια και πάθος χτίζουν ανάμεσα στους λαούς αυτοί που κραδαίνουν μεταχειρισμένα σύμβολα, ιδέες και συνθήματα και σε κάθε δύσκολη στιγμή μιλούν για πόλεμο. Κι όλοι γνωρίζουν ότι ο πόλεμος είτε ψυχρός, είτε θερμός γεμίζει τις καρδιές των ανθρώπων με φόβο, τις στολές των στρατηγών με καινούρια παράσημα, τα νεκροταφεία με καινούρια μάρμαρα, τις τσέπες των βιομηχάνων με καινούρια δολάρια και τις σελίδες της ιστορίας με καινούριες ένδοξες πληγές. Εμείς εδώ στη Θράκη, χριστιανοί και μουσουλμάνοι έχουμε μια μοναδική ευκαιρία να αποδείξουμε στην παγκόσμια κοινότητα ότι μπορούμε να ζήσουμε ειρηνικά και να απολαύσουμε τους καρπούς αυτής της δημιουργικής συνύπαρξης. Είμαστε όλοι καλεσμένοι σε μια γιορτή για ένα καλύτερο αύριο, όπου ο καθένας θα φέρει στο κοινό τραπέζι τα πιο όμορφα δώρα από τον πολιτισμό του και την παράδοσή του και πάνω από τις υστερικές κραυγές όσων βιώνουν την εθνικιστική τους κλιμακτήριο εμείς υψώνουμε ένα τραγούδι, το Τραγούδι της Τιμής». Έτσι λεγόταν ο δίσκος. Ασφαλώς αν δεν καώ εγώ, αν δεν καείς εσύ, ποιος θα το κάνει για πάρτη σου; Ποιος; Πάντα θα υπάρχουν ρομαντικοί άνθρωποι…
Εσείς πώς θα χαρακτηρίζατε τον εαυτό σας ως δημιουργό τραγουδιών;
Τροβαδούρο. Έτσι νιώθω και είμαι ευτυχισμένος.
Ποιο θεωρείτε το μεγαλύτερο αγαθό στη ζωή και τι θα κρατούσατε απ' όσα έχετε μάθει μέχρι τώρα;
Η ελευθερία και η αξιοπρέπεια είναι τα μεγαλύτερα αγαθά και γι' αυτά αξίζει τον κόπο κανείς να θυσιάζεται. Λέει κάπου αλλού ο Ναζίμ “…τι να τα κάνω εγώ τα άστρα, για μένα το πιο σημαντικό είναι ένας άνθρωπος που εμποδίζουν να βαδίσει…”. Αυτό το ποίημα πραγματικά με έχει καθορίσει. Δεν υπάρχει τίποτα πιο συγκλονιστικό από τη στέρηση της ελευθερίας και της αξιοπρέπειας.
Πώς να κλείσουμε;
Λέγοντας ότι ελπίζω ακόμη στους νέους. Ελπίζω στις μελλούμενες γενιές που όπως λέει κι ο ποιητής Μιχάλης Κατσαρός: “…καλά θα κάνουν να πάρουν νερό μαζί τους γιατί στο μέλλον προβλέπεται ξηρασία…”.
Ευχαριστώ πολύ.
Τελικά, πρόκειται για ένα δημιουργό-φιλόσοφο, για έναν άνθρωπο σκεπτόμενο και μετρημένο με μια ηρεμία που του αποπνέει η ευτυχία του στη ζωή και που δίκαια με κάνει να επικαλούμαι για ακόμη μία φορά τα λόγια του Χαλίλ Γκιμπράν “…κι εγώ σας λέω πως η ζωή είναι σκοτάδι σαν δεν υπάρχει πάθος…”.
Μετά τη συνέντευξη και τη συναυλία:
-->«…κι ύστερα, κάθε φορά που κάποιος μπαίνει στη ζωή σου,
είναι σαν να σου παίρνει μια ακόμα βελόνα γραμμοφώνου,
ώσπου, τελικά πρέπει να τραγουδήσεις μόνος σου…»
Τάσος Λειβαδίτης
“Σε γενικές γραμμές, Μαρία, θέλω να σου πω ότι έχω μεγαλώσει μέσα σε αυτό το χώρο της μουσικής και του τραγουδιού και ποτέ δεν έχω χάσει τον ενθουσιασμό και την αγωνία για την κάθε συναυλία που δίνω και ιδιαίτερα σε μέρη όπου πραγματικά δοκιμάζεται η επικοινωνία μου με τον κόσμο, όπως είναι ο χώρος μιας πλατείας.
Ποτέ δεν έχω χάσει αυτή τη διάθεση που έχω να είμαι όσο το δυνατόν πιο κατανοητός και επικοινωνιακός μπορώ, αλλά δεν με εγκαταλείπουν επίσης ποτέ οι φόβοι μήπως κάτι δεν πάει καλά και πάει στράφι η βραδιά. Δε φαντάζεσαι την ευτυχία που νιώθω μετά από βραδιές σαν αυτή που πέρασα στον Άγιο Μηνά και χαίρομαι να τη μοιράζομαι με φίλους. Πιστεύω ότι η κάθε βραδιά είναι ανεπανάληπτη. Δε συγκρίνεται με τίποτα από όσα έχω κάνει κι ασφαλώς από όσα θα κάνω. Κάθε βραδιά έχει το χαρακτήρα της. Είναι μοναδική. Και κείνο το βράδυ στον Άγιο Μηνά έχω να πω ότι έμεινα απόλυτα ικανοποιημένος από την προσοχή που με άκουσε ο κόσμος. Αυτή είναι η μεγαλύτερη χαρά μου, η επιβεβαίωση του ότι καλά κάνω που επιμένω σε αυτό το είδος τραγουδιού, το οποίο τελικά ίσως να είμαι ένας από τους τελευταίους που το υπηρετούν. Αξίζει όμως για την ψυχή, για το μυαλό, για τις μελλούμενες γενιές ακόμη και να θυσιάζεται κανείς. Ακόμη κι αυτό…”.
(Ο λυράρης Γιάννης Σωμαράκης που έχει το Θέατρο των Αγρών σε μια έκτακτη, απρογραμμάτιστη εμφάνιση, συμμετέχει στη συναυλία του Θανάση Γκαϊφύλλια στην Κρήτη)
Αυτά ήταν τα λόγια του Θανάση Γκαϊφύλλια όταν του ζήτησα να μου πει τις εντυπώσεις του από τη συναυλία που έδωσε στις 8 Σεπτεμβρίου στην πλατεία Αγίας Αικατερίνης –πίσω από τον Άγιο Μηνά. Ο “μοναχικός τροβαδούρος” –όπως του αρέσει να τον αποκαλούν– βρέθηκε για δύο συναυλίες στην πόλη μας στα πλαίσια του καλοκαιρινού φεστιβάλ του Δήμου Ηρακλείου για τις εκδηλώσεις στις συνοικίες. Καλλιτέχνες σαν το Θανάση Γκαϊφύλλια δεν έχουν κόμπλεξ του τύπου “Δεν παίζω σε πλατείες” κλπ. Πολύ απλά κρέμασε την κιθάρα του στο λαιμό και ξεκίνησε το ταξίδι από τη μακρινή Κομοτηνή για να ανταμώσουμε και φέτος στο Ηράκλειο. Δε θα μπορούσε κανείς να τον χαρακτηρίσει κάτι λιγότερο από “ρομαντικό δημιουργό”. Είναι από αυτούς που δεν “ταξιδεύουν χωμένοι μέσα στο φέρετρο του καναπέ”, αντίθετα ακόμη αντιστέκεται και καταγγέλλει το “βόλεμα”, την αδιαφορία και τον εφησυχασμό των ανθρώπων. Όσοι είχαν την τύχη να παρακολουθήσουν τη συναυλία της προηγούμενης Πέμπτης, είδαν έναν άνθρωπο να ξετυλίγει την ψυχή του, να ουρλιάζει “αντισταθείτε…” και να μας παρασέρνει μαζί του σε μια “ατέλειωτη εκδρομή”.
Πάντα πίστευα ότι δε χρειάζονται πολλά για να γίνει μια συναυλία. Δύο προβολείς, ένα μικρόφωνο και μια κιθάρα. Ακόμη κι αν υπάρχουν πολλά φώτα και καλώδια κι ενισχυτές, αδιάφορη με αφήνουν. Εκείνο που έχει σημασία για μένα είναι το μικρόφωνο για να ακούγεται η φωνή, η κιθάρα για να αντισταθμίζει τη μοναξιά του μουσικού και τα φώτα για να βλέπω τις συσπάσεις του προσώπου αυτού που τραγουδάει. Λοιπόν στη συγκεκριμένη συναυλία βγήκε πολλή ψυχή από τον τραγουδοποιό. Όσο για το κοινό, τηρούσε σιγή ιχθύος. Ούτε ένας ψίθυρος, ούτε ένα κιχ, αποδεικνύοντας έτσι τον απόλυτο σεβασμό στο ξεδίπλωμα των συναισθημάτων του καλλιτέχνη. Κι όταν ο Θανάσης Γκαϊφύλλιας μας αποχαιρέτισε ευχόμενος “Καλή αντάμωση”, μια λέξη άκουγα από τον κόσμο τριγύρω: αξιόλογος.
Σήμερα δε θα κλείσω με Χαλίλ Γκιμπράν, αλλά με Τάσο Λειβαδίτη. “…στο βάθος η μουσική δεν είναι πάθος ή όνειρο, νοσταλγία ή ρεμβασμός, αλλά μια άλλη δικαιοσύνη…”. Καλή σας μέρα.
Συνέντευξη στο Γιώργο Καρανίκα ("Ματιές" της Καβάλας - Μάρτιος 1999)
-->
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου