Καλωσορίζουμε το Λευτέρη Χαψιάδη και τον ευχαριστούμε για την πρώτη και ολοκληρωμένη συνέντευξη που δίνει σε διαδικτυακό μουσικό περιοδικό.
Λευτέρης Χαψιάδης: Θεοδόση, γεννήθηκα στις Φέρες στις 23 Οκτωβρίου του 1953. Την ίδια μέρα με το Μάνο Χατζιδάκι και τον Πελέ, αλλά όχι την ίδια χρονιά! Όταν όμως ήμουν δύο ετών, ήρθαμε με την οικογένειά μου στα Κοίλα, στο χωριό μας, που απέχει δεκαπέντε περίπου χιλιόμετρα από τις Φέρες. Μέχρι τα έντεκα έζησα εδώ με τους γονείς και τις αδελφές μου. Κατά διαστήματα, η μητέρα μου έμενε με τη Ματούλα και την Ελένη στις Φέρες, γιατί εκεί είχε γυμνάσιο κι εγώ με τον πατέρα μου στα Κοίλα. Δεν ήθελα ν’ αφήσω με τίποτα το χωριό και το καφενείο.
Είχε χωριστεί δηλαδή η οικογένεια;
Λ.Χ.: Τους χειμώνες ναι. Εκείνα τα χρόνια δεν υπήρχε συγκοινωνία μεταξύ των χωριών, ούτε οι δρόμοι που υπάρχουν σήμερα. Μόνο ο γάιδαρος υπήρχε. Όχι πως τώρα είναι όλα τέλεια. Μέχρι σήμερα, για να έρθει κάποιος στα Κοίλα, από χωματόδρομο περνάει!
Λ.Χ.: Πολλά θυμάμαι. Η πραγματική ηλικία του ανθρώπου, η ηλικία που αποτυπώνεται στο μυαλό ενός ανθρώπου για πάντα, είναι η παιδική του ηλικία. Εγώ θεωρώ πως παιδική μου ηλικία είναι τα Κοίλα, όχι οι Φέρες. Ούτε βέβαια η Αλεξανδρούπολη! Τα Κοίλα ήταν ένα ποντιακό χωριό, στο οποίο αργότερα ήρθαν και κάποιες οικογένειες Σαρακατσάνων, οι οποίες έζησαν αρμονικά μαζί μας. Υπήρχαν και δύο οικογένειες μουσουλμάνων θυμάμαι, οι οποίες με την ανταλλαγή πληθυσμών, προτίμησαν να μη φύγουν και να μείνουν εδώ. Ήταν πάντα ένα μικρό αλλά ζωντανό χωριό, που είχε ένα μονοθέσιο δημοτικό σχολείο κι έξι τάξεις σε μία αίθουσα! Είχαμε μάλιστα ένα μεγάλο δάσκαλο, το συγχωρεμένο Πέτρο Παπαγεωργίου, ο οποίος έκανε σπουδαία δουλειά!
Λ.Χ.: Από τριών χρόνων, άκουγα τραγούδια στο σπίτι και στο καφενείο του πατέρα μου, ο οποίος τραγουδούσε υπέροχα. Κρίμα που δεν του πήρα τίποτα, γιατί εγώ είμαι θεόφαλτσος! Όταν τραγουδάω καμιά φορά, μου λένε «Τα αφτιά σου είναι μακριά από το στόμα σου;» (γελάει), αλλά πιστεύω πως δεν υπάρχουν φάλτσες φωνές, μόνο φάλτσες καρδιές!
Ο πατέρας μου ήταν ψάλτης στην εκκλησία, αλλά τραγουδούσε τα πάντα. Ρεμπέτικα, λαϊκά, ποντιακά. Το καφενείο, αυτός εδώ ο χώρος που μένω σήμερα και μιλάμε, ήταν η «Νέα Ελβετία» -κρίμα που δε σώθηκε η ταμπέλα, αλλά θα φτιάξω μια άλλη και θα την ξαναβάλω-, έτσι το είχε ονομάσει. Είχαμε ένα φοβερό ραδιόφωνο-έπιπλο μέσα στο καφενείο και μ’ ένα καλώδιο, το μεγάφωνο έφτανε στην πλατεία κι άκουγε όλο το χωριό. Κι εγώ, λόγω της μουσικής και των τραγουδιών που άκουγα, δεν ήθελα να φεύγω από το καφενείο. Ακούγαμε το ραδιοφωνικό σταθμό Πύργου και Αμαλιάδος, ο οποίος είχε τέτοια μεγάλη εμβέλεια που έφτανε μέχρι τα σύνορα και ευτυχώς έπαιζε πάντα λαϊκά τραγούδια. Εκεί πρωτάκουσα το Στέλιο Καζαντζίδη, τον Πάνο Γαβαλά, το Μανώλη Αγγελόπουλο, το Γρηγόρη Μπιθικώτση, τέλη ’50 με αρχές ’60.
Πότε φύγατε από τα Κοίλα και πότε επέστρεψες οριστικά;
Λ.Χ.: Εμείς φύγαμε το 1964 και τα επόμενα χρόνια μας ακολούθησαν κι’ άλλες οικογένειες. Το 1978 το χωριό είχε ερημώσει. Ευτυχώς που υπάρχει εδώ και αυτή η κοινότητα μικρών παιδιών από τη Γερμανία… αυτό το κτίριο που είναι απέναντί μας. Αν δεν υπήρχε και αυτό, το χωριό θα ήταν τελείως ξεχασμένο από το Θεό. Το καλοκαίρι του 2006 ήρθα στην Αλεξανδρούπολη λόγω της αρρώστιας της μάνας μου και της αδελφής μου, για να τις προσέχω, κι όταν τις έχασα αποφάσισα να επιστρέψω στο χωριό μου. Μένω μόνιμα στα Κοίλα από το 2009.
Μένουν κι άλλοι εδώ;
Λ.Χ.: Τα τελευταία χρόνια επέστρεψαν κάποιοι στα Κοίλα, αλλά αυτή τη στιγμή που μιλάμε, ζούμε μόνιμα εδώ, εγώ κι ένας κωφάλαλος!
Λ.Χ.: Τους γονείς μου, τους έφερε το καράβι στον Πειραιά. Κατάλαβαν όμως γρήγορα πως δεν είχε μέλλον εκεί και ζήτησαν να τους πάνε στη Θράκη, για να είναι και κοντά στην Τουρκία, μιας και στο βάθος του μυαλού τους πίστευαν πως θα επιστρέψουν κάποτε στον Πόντο. Κι έτσι οι δικοί μου παππούδες, διάλεξαν τα Κοίλα, αφού έκαναν πρώτα μια στάση στο Βατούμ, στη Ρωσία. Τί ταλαιπωρίες πέρασαν αυτοί οι άνθρωποι εκείνα τα χρόνια!
Σχετικά με το όνομά μου τώρα… ο πατέρας μου ήταν βενιζελικός. Από εκεί προέρχεται και το όνομά μου. Κανένας από τους παππούδες μου δεν είχε τ’ όνομα Λευτέρης. Ο ένας λεγόταν Χρήστος κι ο άλλος Γιάννης. Πολλοί πρόσφυγες έδιναν το όνομα του Βενιζέλου στα παιδιά τους. Έτσι κι εγώ, ονομάστηκα Ελευθέριος! Η οικογένεια της μάνας μου πάλι, ήταν αριστερή.
Οι δικοί σου πρόλαβαν να χαρούν και ν’ ακούσουν όλα αυτά που έγραψες;
Λ.Χ.: Η μητέρα μου πρόλαβε και ήταν πολύ ευτυχισμένη. Πέθανε το 2008. Το μεγάλο μου παράπονο είναι πως ο πατέρας μου, που λάτρευε τα τραγούδια, δεν πρόλαβε ν’ ακούσει ούτε ένα τραγούδι μου. Πέθανε τον Ιανουάριο του 1976. Το 1964, τη χρονιά που εγκατασταθήκαμε στην Αλεξανδρούπολη, ο πατέρας μου, από το καφενείο του χωριού, βρέθηκε στο περίπτερο της πόλης. Από την άπλα και την άνεση του χωριού, ξαφνικά βρέθηκε εγκλωβισμένος και χωμένος σ’ ένα περίπτερο, το οποίο δούλευε μαζί με το θείο μου στην Αλεξανδρούπολη. Τότε τα περίπτερα ήταν πιο μικρά απ’ ότι τώρα. Αυτό του στοίχισε πάρα πολύ και πιστεύω πως γι’ αυτό το λόγο έπαθε έμφραγμα καρδιάς στα 63 του χρόνια.
Οι αδελφές σου;
Λ.Χ.: Η αδερφή μου η Ελένη, ήταν εφοριακός στην Αλεξανδρούπολη και την έχασα πρόσφατα, ενώ η άλλη η αδερφή μου, η Ματούλα, είναι συνταξιούχος φιλόλογος και ζει στην Αθήνα. Είναι η ιδρύτρια του πρώτου Μουσικού Γυμνασίου στην Παλλήνη.
Λ.Χ.: Δυσκολεύτηκα να προσαρμοστώ στην Αλεξανδρούπολη. Για εμάς τότε, ήταν η μεγάλη πόλη, η πρωτεύουσα του νομού, με πολλά αυτοκίνητα, με κουστουμαρισμένους κ.λπ. Δε μου άρεσε καθόλου! Τον πρώτο καιρό μάλιστα, μέχρι να βρούμε σπίτι, μας φιλοξενούσε η οικογένεια Αβραμίδη. Ο Ανέστης, ο γιος τους, που ήταν συνομήλικός μου, πήγαινε στο 3ο Δημοτικό, και για να έχω παρέα η μητέρα μου ήθελε να με γράψει εκεί. Τότε βέβαια έπαθα το πρώτο σοκ κι έμαθα από πρώτο χέρι τί σημαίνει ρατσισμός! Ο διευθυντής του σχολείου, ένας Χαραλαμπίδης, δε δέχθηκε να με γράψει στο 3ο γιατί είχαμε έρθει από το χωριό, «Στο 2ο να πάτε και πολύ σας είναι», είχε πει στη μάνα μου. Το 3ο Δημοτικό, ήταν το σχολείο των μικροαστών, το 1ο της αριστοκρατίας, ενώ το 2ο, το 4ο και το 5ο, ήταν για την πλέμπα ας πούμε. Κι έτσι αφού με δέχτηκαν στο 2ο, πήγα εκεί! Όλα αυτά το 1964.
Στην Αλεξανδρούπολη όμως, 11 χρόνων, έπαθες και το πρώτο πολιτισμικό σοκ. Έτσι δεν είναι;
Λ.Χ.: Ακριβώς έτσι! Το πρώτο πολιτισμικό σοκ το έπαθα όταν άκουσα στο ραδιόφωνο για πρώτη φορά την «Άπονη Ζωή» των Λευτέρη Παπαδόπουλου – Σταύρου Ξαρχάκου, με το Γρηγόρη Μπιθικώτση. Ο Μίκης Θεοδωράκης είχε πει κάποτε πως έπεσε μια ατομική βόμβα στην Ελλάδα με αυτό το τραγούδι. Και γράφω στο πρώτο μου βιβλίο πως «…τα θραύσματα αυτής της βόμβας, με βρήκανε εντεκάχρονο παιδί στην Αλεξανδρούπολη…».
Λ.Χ.: Πήγαινα και βοηθούσα τον πατέρα μου. Αυτό εμένα μου έκανε καλό, γιατί εκεί άρχισα να διαβάζω όλες τις εφημερίδες και τα περιοδικά της εποχής. Κι εκείνα τα χρόνια οι εφημερίδες ήταν εφημερίδες, δεν ήταν διακινητές δίσκων και πορνοπεριοδικών! Διάβαζα λοιπόν και μια αθλητική εφημερίδα, την «Ομάδα», στην οποία έγραφε κάποιος Λευτέρης Παπαδόπουλος. Βρίσκω το τηλέφωνο
Πρέπει να σου πω πως τα γυμνασιακά μου χρόνια, πέρασαν γεμίζοντας τα τετράδιά μου με στίχους του Λευτέρη Παπαδόπουλου. Ήταν το αποκούμπι μου.
Κι έτσι το 1972, αναγκάστηκα να δηλώσω το Βιολογικό Πάτρας που δεν είχε μαθηματικά και φυσική. Το λογικό ήταν να δηλώσω και να πάω Θεσσαλονίκη, γιατί ήταν πιο κοντά και γιατί εκεί έμενε και σπούδαζε ήδη η αδερφή μου, αλλά εγώ ήθελα ή στην Αθήνα (που δεν κατάφερα να περάσω) ή στην Πάτρα για να γνωρίσω το Λευτέρη Παπαδόπουλο και όλους αυτούς τους ανθρώπους του τραγουδιού που αγαπούσα από μικρό παιδί!
Λ.Χ.: Για την Πάτρα και τους Πατρινούς, πριν πάω είχα ακούσει τα χειρότερα, αλλά εγώ εκεί βρήκα τους καλύτερους ανθρώπους. Τελικά, σε κάθε πόλη συναντάς αυτούς που θέλεις να συναντήσεις, Θεοδόση! Εκεί βρήκα το Μπάμπη Γκολέ, με τον οποίο γίναμε αμέσως φίλοι, βρήκα ένα ρεμπέτικο τραγούδι σε μεγάλη άνθηση κι ενθουσιάστηκα. Έμεινα έξι χρόνια (1972-1978) στην Πάτρα, χωρίς να πάρω το πτυχίο της βιολογίας. Πήρα όμως το πτυχίο της ρεμπετολογίας!
Με βοηθούσε κι ο πατέρας μου που είχε πολλές γνώσεις για το ρεμπέτικο, αλλά και υλικό. Συγκέντρωνα πολλά σπάνια τραγούδια, δίσκους γραμμοφώνου, και είχα συναντήσει όλους σχεδόν τους ρεμπέτες που ζούσαν τότε. Είχα γνωρίσει τη Ρόζα Εσκενάζυ, το Μπαγιαντέρα (Δημήτρης Γκόγκος), το Μιχάλη Γενίτσαρη, το Βαγγέλη Περπινιάδη, το Βασίλη Τσιτσάνη, το Στέλιο Κερομύτη και πολλούς άλλους.
Λ.Χ.: Μεγάλη ιστορία! Από πού ν’ αρχίσω; Ο Γιώργος Νταλάρας μου άρεσε από τότε που σπούδαζα στην Πάτρα. Τον γούσταρα γιατί τραγουδούσε αρρενωπά κι έλεγε τραγούδια που δεν έλεγαν οι άλλοι. Έψαχνε τους στίχους, έκανε ωραίους δίσκους. Διαβάζω μια συνέντευξη του Νταλάρα στα «Νέα», τον Οκτώβριο του 1974, όπου λέει ότι εγκαταλείπει οριστικά την παραλία και πηγαίνει στις μπουάτ της Πλάκας. Και λέει επίσης πως θέλει να κάνει δίσκους με ρεμπέτικα, αλλά δε μπορεί εύκολα να βρει τραγούδια και μάλιστα ενός τραγουδιστή που λατρεύει, του Γιώργου Κάβουρα. Όχι του δημοτικού τραγουδιστή, αλλά ενός ρεμπέτη που ήρθε από τη Σμύρνη. Εγώ είχα πολλά τραγούδια του Κάβουρα και παίρνω την απόφαση να του τα πάω. Πηγαίνω στο «Θεμέλιο» όπου τραγουδούσε, μπαίνω στο καμαρίνι του και του δίνω δυο κασέτες με τραγούδια του Κάβουρα, τα περισσότερα από αυτά δεν τα είχε κι ενθουσιάστηκε. Είχε βγάλει την κιθάρα του κι έπαιζε επί τόπου τα ρεμπέτικα του Κάβουρα που άκουγε. Κουβέντα στην κουβέντα, μου λέει: Θέλω να γίνουμε φίλοι! Μέσω του Γιώργου Νταλάρα, την επόμενη μέρα γνώρισα το Λευτέρη Παπαδόπουλο! Είχε πει ο Νταλάρας στον Παπαδόπουλο πως γνώρισα τον πιο φανατικό σου θαυμαστή. Κι ο Παπαδόπουλος του είπε «Πες του να έρθει στο γραφείο μου να τον δω από κοντά». Πηγαίνω λοιπόν στα «Νέα» κι ανεβαίνω στον πέμπτο όροφο, μ’ ένα γραμμόφωνο να παίζει από τον τρίτο, το «Ζούσα μοναχός χωρίς αγάπη». Με βλέπει και του λέω αυτό το γραμμόφωνο είναι δώρο για εσάς! Με αγκαλιάζει και με φιλάει. Την ίδια μέρα μου έκανε το τραπέζι κι άρχισα αφού μου το ζήτησε, να του μιλάω για μένα. Του έλεγα επίσης πολλές πληροφορίες για τραγούδια που έγραψε και τα είχε ξεχάσει. Τρελάθηκε αυτός! Με το Νταλάρα και τον Παπαδόπουλο, γίναμε αχώριστοι φίλοι από το 1975!
Λ.Χ.: Το Χρήστο Νικολόπουλο, τον γνώρισα την ίδια χρονιά, το 1975, όταν έπαιζε μπουζούκι στην ορχήστρα του Νταλάρα. Ο Νικολόπουλος, αν και ήταν του Δημοτικού, είχε μια φοβερή αίσθηση του στίχου. Καταλάβαινε αμέσως το στίχο. Δηλαδή αν ο Νικολόπουλος μου έλεγε -δεν το κάνω αυτό, σήμαινε ότι δεν του άρεσε και μπορεί να είχε και δίκιο. Κάποιες φορές έχει και άδικο, αλλά τις περισσότερες φορές έχει δίκιο. Ήταν πάντα παραγωγικός και αυτό δεν ήταν εις βάρος της ποιότητας. Το λάθος του ήταν ότι έκανε πολλούς δίσκους σε μια χρονιά. Και δεν άφηνε πολλές φορές τα τραγούδια του ν’ ανασάνουν.
Λ.Χ.: Βλέπει τυχαία κάποια στιγμή ο Νταλάρας κάποιους στίχους που είχα γράψει και με στέλνει στον Απόστολο Καλδάρα γιατί πίστευε πως ταιριάζαμε. Ήταν 1979. Πηγαίνω στο σπίτι του Καλδάρα, διαβάζει τους στίχους μου, του αρέσουνε, αλλά μου λέει: «δε θα τους μελοποιήσω, γιατί αυτόν τον καιρό έχω μεγάλο πόλεμο με τις εταιρείες και δε μου κάνουνε δίσκους. Κι αν σου κάνω τα τραγούδια και δε βγούνε σε δίσκους, θα στεναχωρηθείς. Θα τον βρεις όμως εσύ το δρόμο σου» και φεύγοντας: «και να θυμάσαι κάτι μικρέ, χίλια τραγούδια μπορείς να γράψεις, με ένα μπορείς να μείνεις στην ιστορία».
Έπειτα από αρκετά χρόνια, όταν τον συνάντησα στο Διοικητικό Συμβούλιο της Ένωσης Μουσικοσυνθετών Ελλάδας (ΕΜΣΕ), μου είπε: «Θυμάσαι τί σου είπα τότε;» Θυμάμαι κύριε Απόστολε! «Ε, το έγραψες αυτό το τραγούδι. Είναι το ¨Μία είναι η ουσία¨. Μ’ αυτό έμεινες στην ιστορία!».
Και μετά τί έγινε;
Λ.Χ.: Φεύγω λοιπόν, αλλά ο Νταλάρας μ’ έχει βάλει στην πρίζα! Πάω στεναχωρημένος και του λέω όλα αυτά που έγιναν με τον Καλδάρα. Μου λέει να τα δώσω στο Νικολόπουλο γιατί ετοιμάζουν ένα δίσκο μαζί. Τα τραγούδια ήταν: «Χίλιες φορές», «Έγινες κριτής και κρίνεις», «Εδώ δεν είναι Σαλονίκη», «Τα ποτήρια της παρηγοριάς», που κυκλοφόρησαν τέσσερα χρόνια αργότερα στο δίσκο «Ο Τραγουδιστής». Ο δίσκος ήταν έτοιμος από το 1979, αλλά ο Νταλάρας πάντα έβρισκε κάτι άλλο να κάνει (Μίκης Θεοδωράκης, Γιάννης Σπανός, Γιάννης Μαρκόπουλος, Άκης Πάνου, Δημήτρης Λάγιος κ.λπ.) και έτσι ήμαστε στο περίμενε!
Ξέρεις τί είναι να γράφεις τραγούδια, να είναι έτοιμα να βγουν, να λες σε κάποιους γράφω τραγούδια με το Νταλάρα και το Νικολόπουλο και να σου λένε πάει ο Χαψιάδης την ψώνισε;
Λ.Χ.: Ο Νικολόπουλος, βλέποντας πως στεναχωριέμαι που δεν κυκλοφορούσαν τα τραγούδια, δίνει ένα τραγούδι μου στον Πασχάλη Τερζή, με τον οποίο έκαναν τότε δίσκο σε μια εταιρεία της Θεσσαλονίκης. Ενώ τα πρώτα μου τραγούδια τα έγραψα για το Νταλάρα, το πρώτο τραγούδι που κυκλοφόρησε ήταν το «Φαντασία μου πλανεύτρα». Αυτό το τραγούδι ήταν η πρώτη μεγάλη επιτυχία του μεγάλου αυτού λαϊκού τραγουδιστή. Ο Τερζής, τραγουδούσε ήδη δέκα χρόνια στη Θεσσαλονίκη, ήταν γνωστός στη Βόρεια Ελλάδα, αλλά με αυτό το τραγούδι τον έμαθαν και στην Αθήνα και παντού. Ο δίσκος κυκλοφόρησε τον Απρίλιο του 1983.
Λ.Χ.: Άκου τώρα… Την ίδια εποχή ο Νταλάρας έκανε τις δυο μεγάλες κι επιτυχημένες συναυλίες του στο Ολυμπιακό Στάδιο (Σεπτέμβριος 1983), κι εκεί τραγούδησε ζωντανά τα τραγούδια που κάναμε μαζί, πριν κυκλοφορήσουν. Άρεσαν στον κόσμο και κάποια στιγμή μάλιστα ο Νταλάρας φωνάζει για να με εμψυχώσει «Γεια σου Λευτέρη με τα τραγούδια σου» κι εκεί, με την αποδοχή που είχαν τα τραγούδια, έπαθα ένα σοκ! Επόμενο ήταν μετά από αυτές τις δύο συναυλίες κι αφού είχαν δοκιμαστεί τα τραγούδια, να βγει ο δίσκος τον Οκτώβριο του 1983, με τίτλο «Ο τραγουδιστής», στον οποίο συμμετείχε και η Ελένη Βιτάλη, κάνοντας φωνητικά σε κάποια τραγούδια. Όλα τα ραδιόφωνα έπαιζαν τα τραγούδια, είχαν μεγάλη επιτυχία κι έτσι μπήκα στο χορό κι εγώ. Από τη μία ήμουν δημόσιος υπάλληλος (δούλευα τότε στη Γενική Γραμματεία Νέας Γενιάς του Υπουργείου Πολιτισμού από το 1983 έως το 1990), κι από την άλλη συνέχισα να γράφω στίχους!
Λ.Χ.: Δεν υπήρχε καμία κόντρα μεταξύ Καζαντζίδη και Νταλάρα. Ήταν έντεχνες ερωτήσεις δημοσιογράφων για να δημιουργούν προβλήματα. Ο Νταλάρας λάτρευε και λατρεύει τον Καζαντζίδη και τον θεωρούσε δάσκαλό του. Όλα τ’ άλλα είναι ψέματα των δημοσιογράφων!
Όπως και η κόντρα με το Νικολόπουλο. Αυτή η κόντρα ξεκίνησε από τους ανθρώπους που περιτριγύριζαν τον Καζαντζίδη. Υπήρχε ένας κύκλος που ήταν «Τίποτες», έτσι τους έλεγα εγώ. Ο Στέλιος ήταν ένας ευκολόπιστος άνθρωπος, αγαπούσε τους φίλους του και τον επηρέαζαν αρκετά. Αυτοί τον έβαλαν να τσακωθεί με το Νικολόπουλο. Εγώ τους είχα φέρει ξανά σε επαφή και συνεργάστηκαν ξανά μετά από χρόνια, στο «Βραδιάζει». Αλλά αυτή η φιλία ήταν εύθραυστη και ξαναχάλασε! Ο Νικολόπουλος κάποια στιγμή διεκδίκησε την πατρότητα κάποιων
τραγουδιών του (ενώ ήταν όλα δικά του και το γνώριζε όλη η πιάτσα αυτό) όταν Καζαντζίδης τον έβρισε χυδαία στις συνεντεύξεις του και ειδικά όταν ανέφερε το όνομα του συγχωρεμένου πατέρα του. Εκεί ο Νικολόπουλος έγινε πυρ και μανία και είχε δίκιο.
Και μετά το δικαστήριο, ο Καζαντζίδης με συμβολαιογραφική πράξη, δέχτηκε ότι όλα τα τραγούδια ήταν του Νικολόπουλου κι ότι ουδεμία σχέση έχει με τη σύνθεση κι επέστρεψε τα ποσοστά του στο Νικολόπουλο. Ο Καζαντζίδης έλεγε ότι και μόνο που με έβλεπε, εμπνεόταν! Αν είναι δυνατόν! Και γι’ αυτό το λόγο ήθελε να του παίρνει τα μισά ποσοστά, νομίζω πως ήταν άδικο.
Είχα πει τότε και στο Νικολόπουλο: Ό,τι και να είναι, δεν πηγαίνεις τον «πατέρα» σου στο δικαστήριο. Και μου απάντησε πολύ σωστά: Ναι, αλλά έβρισε τον πεθαμένο και πραγματικό μου πατέρα.
Λ.Χ.: Η μεγάλη μου λαχτάρα ήταν να κάνω τραγούδια με τον Καζαντζίδη, ήταν το μεγάλο μου όνειρο. Αλλά εκείνα τα χρόνια που ξεκίνησα εγώ, ο Στέλιος δεν τραγουδούσε. Ήμασταν όμως καλοί φίλοι, χωρίς ποτέ να συνεργαστούμε, από το 1977 που μας γνώρισε ο κοινός και αγαπημένος μας φίλος, Βασίλης Βασιλικός. Πήγαινα σπίτι του πολλές φορές και μ’ αγαπούσε.
Κάποια στιγμή όμως, όντας στη Νέα Γενιά και στο ΠΑΣΟΚ, κάνω τη μεγάλη κίνηση, κάνω το μεγάλο βήμα για να βρούμε έναν τρόπο, να «ελευθερώσουμε» τον Καζαντζίδη. Νωρίτερα είχαν κάνει κάποιοι ένα κίνημα με συλλογή υπογραφών για να μπορέσει να κάνει ξανά δίσκο ο Καζαντζίδης αλλά τί να σου κάνουν και οι υπογραφές; Το σύστημα, μόνο από μέσα μπορείς να το πολεμήσεις, αυτό πιστεύω.
Το 1986, πηγαίνω στον Αντώνη Τρίτση μαζί με έναν καλό φίλο μου και τραγουδιστή, το Δημήτρη Κατοίκο, και του λέμε αν θέλεις να μείνεις στην ιστορία, βρες μια λύση, κάνε κάτι για να μπορέσει να ξανατραγουδήσει ο Καζαντζίδης. Και περνάει έναν πρωτοποριακό –για την εποχή- νόμο ο Τρίτσης. Τα συμβόλαια μέχρι τότε ήταν όσα χρόνια ήθελαν οι δισκογραφικές εταιρείες. Και ο αείμνηστος Τρίτσης, τα έκανε τριετή. Το πέτυχε ο Τρίτσης, χωρίς να το εκμεταλλευτεί ποτέ αυτό το γεγονός. Δεν μίλησε γι’ αυτό ποτέ και πουθενά.
Κι έτσι το Μάρτιο του 1987, κυκλοφορεί «Ο δρόμος της επιστροφής» και υπάρχουν μέσα πέντε δικά μου τραγούδια. Αυτός ο δίσκος πούλησε πάνω από 300.000 αντίτυπα! Αφού έκανα όλα αυτά που έκανα με τον Καζαντζίδη και τον Τρίτση, μετά ο Μάτσας με πολέμησε και προσπάθησε να με εξαφανίσει από το χώρο. Έπεισε και τις άλλες εταιρείες να με απομονώσουν. Όπως και έγινε σιγά σιγά...
Λ.Χ.: Τα τελευταία τρία χρόνια ήμουν μακριά του. Κουράστηκα με τους ανθρώπους που είχε γύρω του. Ήταν διάφοροι γελοίοι που έψαχναν την αναγνώριση μέσω του Καζαντζίδη και τον επηρέαζαν αρνητικά. Του έφαγαν και τα λεφτά στο τέλος!
Λ.Χ.: Ήταν ένας φοβερός άνθρωπος, κάναμε πολύ παρέα με το Μανώλη. Τον γνώρισα στο στούντιο της Κολούμπια, όπου γράφαμε με το Νικολόπουλο και τον Τερζή τη «Φαντασία μου πλανεύτρα». Του άρεσε αυτό το τραγούδι και είχε προβλέψει πως θα γίνει μεγάλη επιτυχία. Μιλήσαμε, ανταλλάξαμε τηλέφωνα και την άλλη μέρα με παίρνει. Ήθελε να μου κάνει το τραπέζι! Άρχοντας στο φαγητό, άρχοντας στο ντύσιμο και στην όλη συμπεριφορά. Με εντυπωσίαζε πάντα όταν τραγουδούσε στα μαγαζιά, γέμιζε η πίστα, είχε έναν όγκο, ήταν επιβλητικός, ωραίος.
Και πολύ αυθόρμητος! Γίναμε οικογενειακοί φίλοι γιατί οι γυναίκες μας ήταν από τη Γιουγκοσλαβία, κάναμε παρέα κι έτσι τους παντρέψαμε! Αλλά μέχρι τότε δεν είχαμε συνεργαστεί. Μετά την κουμπαριά συνεργαστήκαμε. Του έγραψα στην αρχή κάποια τραγούδια για ένα δίσκο που δεν πήγε καλά γιατί δεν τον υποστήριξε η εταιρεία, αλλά το Δεκέμβριο του 1986, κάνουμε το δίσκο «Τραγούδια για τους φίλους μου», με διάφορους τραγουδιστές. Λέω στο Νικολόπουλο και το Νταλάρα (ήταν ιδέα της γυναίκας του, της Άννας, αυτός ο δίσκος) να βάλουμε και τον Αγγελόπουλο, αλλά δεν ήταν στη Minos. Το λέω στο Μάτσα και μου λέει: “Όχι, να βάλετε το Λιδάκη! Το γύφτο θα βάλουμε;” Τελικά, τον έπεισα και το Μάτσα κι έτσι μπήκε ο Αγγελόπουλος στο δίσκο με το «Όταν χορεύεις μάτια μου». Μπήκε στο στούντιο και το είπε τέλεια, το ξέσκισε το τραγούδι κι έκανε μεγάλη επιτυχία! Με τέτοια επιτυχία, ξαναγυρίζει στην Κολούμπια, στην εταιρεία που είχε ξεκινήσει. Του κάνουμε εκεί έναν καινούργιο δίσκο και του γράφω το τραγούδι «Έλληνας είμαι ανατολίτης», και ξανατραγουδάει τα «Μπολσόι» και άλλα ωραία τραγούδια, όπως το «Τη βαρέθηκε η ψυχή μου» κ.ά.
Στον ίδιο δίσκο, ήταν να μπει και η «Μολυβιά». Αλλά ο Μανώλης δεν ήθελε να το πει με τίποτα γιατί μιλούσε για θάνατο. Επέμενα εγώ, τίποτα αυτός. Ο γιος του ο Στάθης ήταν εκεί και του λέει: «Άσε να το πω εγώ ρε μπαμπά!» Και μπαίνει μέσα και το λέει. Φωνάζει τότε: «Πιτσιρίκο για βγες έξω», μπαίνει μέσα ο μεγάλος κι από το φόβο του, το λέει μια κι έξω. Σε έξι μήνες πέθανε ο Μανώλης και σε δυο χρόνια πέθανε αυτός που έγραψε τους στίχους, ο Ανδρέας Σπυρόπουλος, που έγραψε και τις «Αμπάρες», φίλος μου και αυτός. Εγώ τον πήγα στην Αγγλία να κάνει εγχείρηση, τον αγαπούσα πολύ τον Αγγελόπουλο…
Λ.Χ.: Ο Ξανθόπουλος είναι από τις μεγάλες μου αγάπες. Έβλεπα τις ταινίες του στους κινηματογράφους της Αλεξανδρούπολης. Το 1988 με πήρε τηλέφωνο και μου ζήτησε την άδεια να πει κάποια τραγούδια μου σε δεύτερη εκτέλεση για μια τηλεταινία που έκανε τότε, με τίτλο «Το μινόρε μιας καρδιάς». Εγώ τρελάθηκα από τη χαρά μου, δεν το πίστευα! Και είπε το «Έτσι σ’ αγάπησα», το «Κάποια κάπου κάποτε» και άλλα… δεν τα έχω όμως γαμώτο! Και από τότε γίναμε αγαπημένοι φίλοι!
Λ.Χ.: Θα σου απαντήσω με ένα ανέκδοτο που κυκλοφορεί: Πώς είναι η λέξη «συγγνώμη» στα ποντιακά; Μην ψάχνεις άδικα γιατί η λέξη «συγγνώμη» δεν υπάρχει στην ποντιακή γλώσσα, γιατί οι πόντιοι δεν κάνουν ποτέ λάθος για να ζητήσουν συγγνώμη! Πιστεύω όμως πως είναι ένας καταπληκτικός λαός, που έζησε πολλές ταλαιπωρίες και όλη αυτήν την προσφυγιά! Δεν τα βρήκαν ρόδινα οι Πόντιοι, όταν ήρθαν εδώ το 1922. Τους πέταξαν στις χειρότερες συνοικίες που υπήρχαν. Η Καλαμαριά για παράδειγμα, ήταν ένας λασπότοπος. Κατάφεραν όμως με την εργατικότητα και το πείσμα τους, να τον κάνουν έναν παράδεισο και σήμερα η Καλαμαριά είναι η πιο πλούσια περιοχή της Θεσσαλονίκης. Δική μου ιδέα ήταν και ο δίσκος «Τ’ αηδόνια του Πόντου», που έκανε ο Καζαντζίδης με το Χρύσανθο, άλλος μεγάλος φίλος και αυτός.
Λ.Χ.: Ο Λευτέρης Παπαδόπουλος καθόρισε τη σχέση μου όχι μόνο με τη στιχουργία, αλλά και με τη ζωή. Με άγγιξε γιατί μιλούσε σαν ποιητής, με λαϊκές λέξεις. Ένα κι ένα κάνουν δύο, ούτε ενάμισι, ούτε τρία! Τα θέματα του Λευτέρη ήταν θέματα που τα ζούσα καθημερινά στη ζωή μου. Κατάφερε κι έγραψε μεγάλα τραγούδια για τη ζωή του λαού μας. Με τα τραγούδια του πρωτοερωτεύτηκα, με τα τραγούδια του γιάτρεψα την απόρριψη, με τα τραγούδια του γλέντησα, γέλασα και έκλαψα. Για μένα, είναι ο δημιουργός του σύμπαντος.
Λευτέρη πέραν του Παπαδόπουλου, ποιοι άλλοι στιχουργοί σου άρεσαν εκείνα τα χρόνια που μπήκες στο χώρο του τραγουδιού; Και ποιους ξεχωρίζεις από τη δική σου γενιά;
Λ.Χ.: Λάτρευα βέβαια και την Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου, που δεν πρόλαβα να τη γνωρίσω, αλλά αγαπούσα και γνώρισα από κοντά δυο άλλους σημαντικούς στιχουργούς του λαϊκού ορθόδοξου τραγουδιού, τον Κώστα Βίρβο και το Χρήστο Κολοκοτρώνη. Μάλιστα, ο Χρήστος στην αυτοβιογραφία του, γράφει πως από τους καινούργιους στιχουργούς, ξεχωρίζω μόνο δύο: Το Λευτέρη Χαψιάδη και το Βασίλη Παπαδόπουλο. Αγαπώ πολύ και το φίλο μου, το Μάνο Ελευθερίου βέβαια. Εκτιμώ επίσης τον Πυθαγόρα, τον Κώστα Κινδύνη, τον Άλκη Αλκαίου, τη Λίνα Νικολακοπούλου, τον Τάσο Σαμαρτζή, τη Σώτια Τσώτου, το Βασίλη Παπαδόπουλο, τον Κώστα Τριπολίτη, το Μανώλη Ρασούλη που έφερε μια επανάσταση στο στίχο και πολλούς άλλους! Αλλά οι περισσότεροι από τη γενιά μου, είχαν μια ζήλια προς εμένα κι έλεγαν πώς αυτός έβγαλε αμέσως τραγούδια με το Νταλάρα και το Νικολόπουλο; Νόμιζαν πως είμαι μέσα σε κάποιο κύκλωμα και με προωθούν άλλοι!
Λ.Χ.: Κοίτα Θεοδόση… εγώ έγκαιρα το κατάλαβα και δεν έδινα ιδιαίτερη σημασία στα σχόλια του «χώρου». Γιατί κακά τα ψέματα, η τέχνη είναι ο μοναδικός τομέας της ζωής που δε χωράει μέσον. Ή αξίζεις και συνεχίζεις ή δεν αξίζεις και δεν κάνεις τίποτα. Απλά πράγματα! Εγώ δεν είχα πλάτες, ήμουν ένα φτωχόπαιδο από την Αλεξανδρούπολη, άγνωστος μεταξύ αγνώστων κατέβηκα στην Πάτρα και στην Αθήνα, ούτε μπαμπά συνθέτη και στιχουργό είχα, ούτε μπαμπά τραγουδιστή είχα. Αν είσαι άνθρωπος του κυκλώματος, θα σου δώσουν την πρώτη ευκαιρία. Εντάξει μέχρι εδώ. Αν όμως δεν είσαι καλός, δεύτερη ευκαιρία δεν θα σου δώσουν. Στο τραγούδι, το βύσμα δεν μετρά. Δες για παράδειγμα τα παιδιά κάποιων γνωστών τραγουδιστών, τα οποία είναι η σκιά τους και δεν έχουν κάνει τίποτα.
Λ.Χ.: Δεν είναι όλοι οι στίχοι βιωματικοί. Να μη λέμε ψέματα. Κάποιοι όμως είναι και βιωματικοί και τους αγαπάω περισσότερο γιατί μου θυμίζουν δικές μου καταστάσεις και πρόσωπα αγαπημένα. Μπαίνοντας όμως στο χώρο, έχοντας πια ευχέρεια και έχοντας μελετήσει καλά το τραγούδι από μικρό παιδί, μπόρεσα να γράψω κάποια τραγούδια που ούτε είχα φανταστεί ότι θα τα έγραφα. Άγγιζαν όμως άλλους ανθρώπους. Και αυτό είναι το μαγικό στο τραγούδι. Να το ακούσει ο άλλος και να νομίζει πως γράφτηκε γι’ αυτόν. Και οι άνθρωποι αγαπούν τα τραγούδια για διαφορετικούς λόγους. Για παράδειγμα, ένα βράδυ, έγραψα το «Μία είναι η ουσία» γιατί πίστευα πως θα πεθάνω από ένα φριχτό τσιγαρόβηχα.
Το «Έτσι σ’ αγάπησα», το «Κάποια, κάπου, κάποτε», το «Χίλιες φορές», το «Φαντασία μου πλανεύτρα», το «Μία είναι η ουσία» που είναι και η ναυαρχίδα του στόλου μου, είναι αυτοβιογραφικά τραγούδια, όπως και το «Αλεξανδρούπολη μεριά» και το «Κουτούκι του Γιαβρή», που είναι γραμμένο για ένα φίλο μου που πέθανε.
Ο Λευτέρης Παπαδόπουλος σ’ ένα από τα πολλά μαθήματα που μου έκανε, έλεγε πως το τραγούδι είναι μια ιστορία με αρχή, μέση και τέλος. Και θα προσπαθείς πάντα να εντυπωσιάζεις με τον πρώτο σου στίχο. Λέγοντας «Μια είναι η ουσία, δεν υπάρχει αθανασία», ό,τι και να έλεγες μετά, το έχεις κερδίσει!
Λ.Χ.: Βέβαια! Όταν έχει όμως να πει κάτι το τραγούδι! Δεν μπορεί να σε βοηθήσει τώρα ένα τραγούδι που λέει: Μωρό μου σόρρυ, αλλά έχω βρει καλύτερο αγόρι!
Θα έλεγες ότι λειτούργησες κάποιες φορές – για τα προς το ζην - και τυπικά επαγγελματικά στο χώρο του τραγουδιού;
Λ.Χ.: Προσπάθησα να το αποφύγω, αλλά δεν τα κατάφερα, Θεοδόση. Έπρεπε να βγάλω κάποια λεφτά για να ζήσω. Πιστεύω όμως πως και σ’ αυτές τις δουλειές ήμουν αξιοπρεπής.
Οι στιχουργοί, είναι οι αδικημένοι της μουσικής βιομηχανίας… έβγαλες χρήματα από την καλλιτεχνική σου δραστηριότητα;
Λ.Χ.: Το θέμα του τραγουδιού, θα έπρεπε να είναι μία αγία τριάς, ομοούσιος και αδιαίρετος, αλλά δυστυχώς δεν είναι έτσι. Τη μερίδα του λέοντος στα οικονομικά κέρδη, την έχει ο τραγουδιστής. Ο συνθέτης είναι λίγο καλύτερα από το στιχουργό γιατί παίζει κάποιο όργανο και μπορεί να τον χρησιμοποιήσει ο τραγουδιστής στα μαγαζιά και στις συναυλίες, ενώ ο στιχουργός είναι η τελευταία τρύπα του ζουρνά. Κανένας στιχουργός, όσο παραγωγικός κι επιτυχημένος κι αν είναι, δε μπορεί να ζήσει από το τραγούδι. Ειδικά αυτή την εποχή!
«Ήθελα να συνεργαστώ με Μπιθικώτση, Μοσχολιού και Σπανό…»
Λ.Χ.: Ο Γρηγόρης Μπιθικώτσης και η Βίκυ Μοσχολιού. Δυστυχώς, δε συνεργάστηκα ποτέ μαζί τους. Ο Μπιθικώτσης έτσι κι αλλιώς δεν έκανε συχνά δίσκους τότε και με τη Μοσχολιού είχαμε κάνει ένα τραγούδι μαζί με το Νίκο Καρανικόλα, μπήκαμε στο στούντιο, αλλά για κάποιους λόγους που δε γνωρίζω και δε θυμάμαι, δεν κυκλοφόρησε ποτέ. Εκείνη που θα μπορούσα να συνεργαστώ αλλά δεν ήθελα, ήταν η Μαρινέλλα. Από μικρό παιδί είχα μια δυσαρέσκεια απέναντι στη Μαρινέλλα γιατί στο μυαλό μου ήταν αυτή που στεναχώρησε το Στέλιο!
Με άλλους συνθέτες, πιο έντεχνους ή κι από άλλα είδη, θα συνεργαζόσουν ή θεωρείς ότι γράφεις μόνο λαϊκό στίχο; Έχεις κάνει τέτοιου είδους ανοίγματα;
Λ.Χ.: Μου άρεσε πολύ ο Γιάννης Σπανός, ο οποίος έγραψε και φοβερά λαϊκά τραγούδια. Κι αυτός με γούσταρε, αλλά δεν έτυχε να συνεργαστούμε. Εγώ δεν κυνήγησα ποτέ κανέναν. Δεν ήμουν και πολυγραφότατος, πάντα με κυνηγούσε το τραγούδι κι όχι εγώ το τραγούδι. Αλλά να σου πω την αλήθεια, είχα ησυχάσει και με το Νικολόπουλο, κάναμε τραγούδια όποτε θέλαμε, χωρίς πίεση, και ήμασταν αγαπημένοι συνεργάτες.
Ποιος είναι ο δίσκος της καρδιάς σου; Ποιον αγαπάς περισσότερο;
Λ.Χ.: Το «Τραγούδια για τους φίλους μου» (1986). Ήταν μια ιδέα της Άννας Ραγκούση, της γυναίκας του Γιώργου Νταλάρα. Δώδεκα τραγούδια, δώδεκα τραγουδιστές. Πασίγνωστοι τραγουδιστές αλλά και νέοι. Τα τραγούδια γράφτηκαν το καλοκαίρι του 1986 και κυκλοφόρησαν το Δεκέμβριο της ίδιας χρονιάς, από την εταιρεία MINOS. Τα περισσότερα από αυτά έγιναν μεγάλες επιτυχίες και οι πωλήσεις έφτασαν στα ύψη. Πάνω από εκατό χιλιάδες αντίτυπα. Ήταν ο μοναδικός δίσκος που δεν στεναχωρηθήκαμε με κανένα τραγουδιστή!
Λ.Χ.: Το «Μοιάζουμε», με την εκπληκτική ερμηνεία του Μανώλη Μητσιά. Είναι το μοναδικό τραγούδι του δίσκου που γράφτηκε πρώτα η μουσική και μετά ο στίχος. Και το μοναδικό τραγούδι που έκανα με το συγκεκριμένο τραγουδιστή. Το «Κάποια κάπου κάποτε», είναι το αγαπημένο μου τραγούδι με το Γιώργο Νταλάρα. Συγκεκριμένη γυναίκα, συγκεκριμένη πόλη, συγκεκριμένη χρονιά. Το «Φοβάμαι», που τραγούδησε με περίσσια ευαισθησία η Δήμητρα Γαλάνη. Ήθελε πολύ η ίδια να συμμετάσχει σ’ ένα καθαρά λαϊκό δίσκο. Το «Διαβολάκι», έγινε μεγάλη επιτυχία χωρίς να το βοηθήσει η Χαρούλα. Το θεώρησε πολύ λαϊκό και είχε αρχίσει ήδη η κουλτουρίτιδά της...
Το «Πώς μπορεί», με την Ελένη Βιτάλη, η οποία δε θα μπορούσε να λείπει από έναν τέτοιο δίσκο. Το συγκεκριμένο τραγούδι δεν έκανε μεγάλη επιτυχία, ακούστηκε όμως αρκετά στο ραδιόφωνο. Είναι ένα από τα δύο τραγούδια μου, που ερμήνευσε αυτή η απίστευτη τραγουδίστρια. Το άλλο είναι το «Πώς πονάει το μαχαίρι», πάλι σε μουσική Χρήστου Νικολόπουλου.
Το «Τώρα που έφυγες», με τη Λίτσα Διαμάντη, το έγραψα για το φίλο μου, τον Κώστα Σκανδαλίδη. Είχε χωρίσει με μια γκόμενα τότε. Αγαπούσα πολύ το «Μπολέρο», ένα ρυθμό στον οποίο ο Θόδωρος Δερβενιώτης έγραψε αριστουργήματα. Πρότεινα στο Χρήστο Νικολόπουλο να γράψει ένα τραγούδι στο ρυθμό αυτό κι εκείνος μου έκανε αμέσως τη χάρη.
Το «Όταν χορεύεις μάτια μου», ήταν μία από τις μεγαλύτερες επιτυχίες του δίσκου. Ο Μανώλης Αγγελόπουλος σε μεγάλα κέφια! Στην αρχή δεν ήθελε να το τραγουδήσει με τίποτα. Όταν όμως ρώτησε ένα νεαρό σερβιτόρο τί είναι τα Μποσόι και ο Μουρέγιεφ (έτσι του έκατσαν στα αφτιά του) και κατάλαβε ότι ο σερβιτόρος τους ξέρει, τότε δέχτηκε. Κι αυτό γιατί πίστευε ότι δεν τους ξέρει ο κόσμος. Ήταν δική του απαίτηση να γραφτεί και τρίτη στροφή. «Μπλέξε και ηθοποιούς», μου είπε.
Και τέλος, «Οι δρόμοι της ανατολής», με το Νικολόπουλο σε ρόλο τραγουδιστή, για πρώτη φορά στη δισκογραφία. Αργότερα τραγούδησε κι άλλα!
Θεωρώ όμως σημαντική και την επόμενη μεγάλη μας συνεργασία με το Νικολόπουλο, πολλά χρόνια αργότερα, το 2003, με τίτλο «Δική μας η χαρά». Ήταν άτυχος όμως αυτός ο δίσκος γιατί δεν τον υποστήριξε ούτε η εταιρεία «Sony», ούτε το ραδιόφωνο «Σφαίρα», που ήταν υποτίθεται ο χορηγός επικοινωνίας. Στο ίδιο μοτίβο με τον προηγούμενο δίσκο, συμμετείχαν σπουδαίοι τραγουδιστές, όπως η Ελένη Βιτάλη, ο Δημήτρης Μητροπάνος, ο Γιώργος Μαρίνος, ο Πασχάλης Τερζής, η Γλυκερία, ο Γιώργος Μαργαρίτης, η Μαριώ, ο Κώστας Μακεδόνας κ.ά.
Αλλά ζούσαμε πια την ξεφτίλα του τραγουδιού, στο θέμα της προώθησης και της διαφήμισης κυρίως. Γιατί δεν ήθελαν πια το λαϊκό τραγούδι, το πολέμησαν και το πολεμούν με κάθε τρόπο.
Λ.Χ.: Ο μεγαλύτερος έλληνας τραγουδιστής για μένα, χωρίς δεύτερη σκέψη, είναι ο Στέλιος Καζαντζίδης. Όσο για τις γυναίκες, θα σου πω τις τρεις κορυφαίες ελληνίδες τραγουδίστριες όλων των εποχών: Χαρούλα Αλεξίου – Ελένη Βιτάλη – Γλυκερία.
Με τη Γλυκερία είχες κάνει και μια τεράστια επιτυχία, το «Πήγα σε μάγισσες, σε χαρτορίχτες».
Λ.Χ.: Έχει ιστορία και αυτό το τραγούδι. Μου ζήτησε κάποια στιγμή ο άντρας της Γλυκερίας, ο Στέλιος Φωτιάδης, κάποια τραγούδια για ένα δίσκο της Γλυκερίας. Του δίνω μερικά τραγούδια και μέσα σ’ αυτά, ήταν κατά λάθος και το «Πήγα σε μάγισσες, σε χαρτορίχτες». Τους άρεσε πολύ, αλλά λέω στο Στέλιο πως κακώς το έφερα αυτό γιατί ο Νικολόπουλος έχει αποκλειστικό συμβόλαιο με το Μάτσα, με ποινική ρήτρα και δε μπορεί να δώσει τραγούδια σε άλλη εταιρεία. Μαλακία του που υπέγραψε τέτοιο συμβόλαιο! Ο Στέλιος Φωτιάδης και η Γλυκερία επέμεναν. Βρίσκω όμως μια λύση και βάζουμε ένα ψευδώνυμο, συμφώνησε και ο Νικολόπουλος. Στην πρώτη έκδοση του δίσκου «Τραγούδι αισθηματικό», γράφει κάτω από το τραγούδι, Μουσική: Γιάννης Τσελέπης. Τα ποσοστά τα έπαιρνε βέβαια ο Νικολόπουλος κανονικά. Όποτε με βλέπει η Γλυκερία σε καμιά συναυλία, μου λέει: Γεια σου Τσελέπη με τα τραγούδια σου! (γέλια)
«Ραδιόφωνο και Βιβλία»
Λ.Χ.: Στο Δεύτερο Πρόγραμμα έκανα ωραίες εκπομπές τη δεκαετία του ’80, με μεγάλη επιτυχία. Κάναμε επίσης μια εκπομπή μαζί με το Μάνο Ελευθερίου. Αλλά και μια εκπομπή με το Σκανδαλίδη για το ελληνικό τραγούδι, με κείμενα που έγραφε ο Κώστας, ως Κωνσταντής Σ.
Η μαγεία του τραγουδιού φαίνεται μόνο στο ραδιόφωνο γιατί το ραδιόφωνο σ’ αφήνει να φαντάζεσαι το τραγούδι όπως εσύ το θέλεις, ενώ το βίντεο κλιπ στην τηλεόραση σε περιορίζει, σε καταπιέζει, σου λέει: Έτσι είναι το τραγούδι, αυτή είναι η εικόνα του τραγουδιού.
Ακούω σπάνια ραδιόφωνο, περισσότερο όμως απ’ ότι βλέπω τηλεόραση, την οποία ανοίγω μόνο για να βλέπω ειδήσεις και αθλητικά, γιατί είμαι και φανατικός Ολυμπιακός. Μουσική ακούω κυρίως αυτά που έχω εδώ, στο σπίτι μου. Δεν έχω και λίγα!
Τα τελευταία χρόνια έχεις εκδώσει και τρία βιβλία, το «Η ζωή μου τραγούδι, το τραγούδι ζωή», το «Ένας αλήτης άγγελος» και το «13 συν ένα γιατί». Πες μου γι’ αυτά.
Λ.Χ.: Το πρώτο, το «Η ζωή μου τραγούδι, το τραγούδι ζωή», κυκλοφόρησε το 2007 και είναι ένα αυτοβιογραφικό λεύκωμα με όλους τους ανθρώπους που γνώρισα, καθώς και πλούσιο φωτογραφικό υλικό απ’ όλη τη ζωή μου. Το 2009 βγήκε το «Ένας αλήτης άγγελος», ένα μυθιστόρημα για το ελληνικό τραγούδι με πολλά αυτοβιογραφικά στοιχεία. Και τον Οκτώβριο του 2010, κυκλοφόρησε το «13 συν ένα γιατί», στο οποίο όλα τα κεφάλαια τελείωναν με τη φράση «Γιατί ρε γαμώτο». Είχε να κάνει και αυτό με τη μουσική και με τους ανθρώπους του τραγουδιού.
Γράφεις καινούργιο βιβλίο;
Λ.Χ.: Ναι, πάντα γράφω. Θα λέγεται «Κάθε τραγούδι και καημός». Τον τίτλο μου έδωσε ο Λευτέρης Παπαδόπουλος γιατί είναι ενθουσιασμένος με την ιδέα. Είναι 25 διηγήματα πάνω σε 25 αγαπημένα τραγούδια. Δεν ήθελα να βάλω κανένα δικό μου, αλλά επέμενε ο Παπαδόπουλος να βάλω το «Μία είναι η ουσία» γιατί το θεωρεί μεγάλο τραγούδι. Και θα το βάλω! Τώρα ας πούμε, γράφω για τη «Συννεφιασμένη Κυριακή». Παίρνω το κάθε τραγούδι και γράφω μια δική μου ιστορία, έτσι όπως το αντιλαμβάνομαι εγώ.
Σαν ταινίες μικρού μήκους θα είναι, έτσι;
Λ.Χ.: Ακριβώς, έτσι είναι αυτά που γράφω. Σαν μικρές ταινίες. Ήρθε ο Παντελής Βούλγαρης με την Ιωάννα Καρυστιάνη στα Κοίλα κι ενθουσιάστηκαν. Διαβάζοντας το βιβλίο που του χάρισα, το «Ένας αλήτης άγγελος», εκδήλωσε την επιθυμία να πάρει το κεφάλαιο που είναι αφιερωμένο στον Καζαντζίδη και να το βάλει στη νέα ταινία που θα κάνει, γιατί θα έχει τρεις ιστορίες, μία από αυτές θα είναι ο Καζαντζίδης. Και μου υποσχέθηκε πως κάποιες σκηνές θα είναι από τα Κοίλα.
«Το ελληνικό λαϊκό τραγούδι και η δισκογραφία σήμερα».
Λ.Χ.: Πιστεύω πως η σημερινή γενιά είναι η πρώτη που θα ζήσει χειρότερα από την προηγούμενη. Πάντα και παντού υπήρχε μια άνοδος, τώρα πάμε πίσω και κάτω, αντί να πάμε μπροστά και πάνω. Μακάρι να λήξει αυτό το δράμα, αλλά αυτό θα γίνει μόνο με αγώνες. Πρέπει ο κόσμος να καταλάβει ποιοι τον κορόϊδεψαν, ποιοι του έκλεψαν το ψωμί μέσα από τα χέρια και το στόμα του και να αντιδράσει επιτέλους. Ο κάθε λαός εκλέγει ηγεσίες που είναι άξιες του εαυτού του!
Έχεις το παρατσούκλι του «Καζαμία». Ποιος σου το έβγαλε και πως προέκυψε; Μια διάσταση του καζαμία είναι και οι προβλέψεις. Τι προβλέπεις για το μέλλον του τραγουδιού μας;
Λ.Χ.: Αυτό το έβγαλε ο Λευτέρης Παπαδόπουλος γιατί με θεωρεί παντογνώστη στο χώρο του λαϊκού τραγουδιού. Είμαι αισιόδοξος. Πολύ αισιόδοξος γιατί θ’ αλλάξουν οι κοινωνικές συνθήκες. Ο ωχαδερφισμός τελείωσε, θ’ αναπτύξουμε πάλι την αλληλεγγύη, που την ξέχασε ο Έλληνας.
Λ.Χ.: Έχω πολλά τραγούδια και περιμένω την κατάλληλη στιγμή, που θα γυρίσει το κλίμα και θα τα δώσω στον κόσμο. Είμαι σίγουρος κι αισιόδοξος για το ελληνικό λαϊκό τραγούδι. Οι λαοί συνέρχονται μετά από μια εθνική καταστροφή. Άσχημο αυτό, αλλά δυστυχώς έτσι είναι. Αυτή είναι η πικρή αλήθεια. Οι τέχνες μεγαλούργησαν πάντοτε σε εποχές πτώσης των λαών. Τέτοιες δύσκολες κοινωνικές συνθήκες βοήθησαν να δημιουργηθούν μεγάλα πράγματα.
Λευτέρη κοντεύεις τα 60 και σύντομα κλείνεις 30 χρόνια στο τραγούδι! Κοιτάζοντας πίσω, πιστεύεις πως η ζωή υπήρξε γενναιόδωρη μαζί σου;
Λ.Χ.: Δεν έχω παράπονο, ό,τι έδωσα, έδωσα και ό,τι πήρα, πήρα! Θεωρώ όμως πως ήταν άσχημη περίοδος η τελευταία εικοσαετία, όχι μόνο για μένα, αλλά για όλους τους δημιουργούς του λαϊκού τραγουδιού.
Τη δεκαετία του ’90, πήγαινα τα τραγούδια μου στις εταιρείες και στους παραγωγούς με τους οποίους κάναμε τις μεγάλες επιτυχίες το ’80 και μου έλεγαν: Ωραία τραγούδια, αλλά δεν είναι του σήμερα! Δε με ήθελαν, γιατί χαλούσα την πιάτσα. Βολεύτηκαν όλοι με αυτά τα ανόητα σαχλοτράγουδα, με όλη αυτή τη μαλακία που σάρωσε τα πάντα για 20 χρόνια. Ένα άλλο μεγάλο κακό που έκαναν οι εταιρείες είναι που κατήργησαν πολλούς σημαντικούς δίσκους που έχουν διαμάντια μέσα.
Η ιδιαίτερη πατρίδα σου, ο Έβρος, έχει αναγνωρίσει την προσφορά σου στο ελληνικό λαϊκό τραγούδι;
Λ.Χ.: Κοίταξε Θεοδόση, είμαι πολύ ευχαριστημένος από τον απλό κόσμο. Βλέπω στα μάτια τους την αγάπη. Με γνωρίζουν και με χαιρετούν στο δρόμο, κάθε φορά που κατεβαίνω στις Φέρες και στην Αλεξανδρούπολη. Και αυτό το βλέπω και στο facebook τώρα. Μου στέλνουν μηνύματα αγάπης και θαυμασμού απ’ όλο τον κόσμο! Ειδικά από τους Πόντιους! Το ίντερνετ είναι από τις πιο ευχάριστες ενασχολήσεις μου. Εγώ δεν είμαι κανένας παλαβός να θέλω να μου κάνουν άγαλμα ή να δώσουν το όνομά μου σε κάποιο δρόμο, παρόλο που το τελευταίο μου το πρότειναν στην Αλεξανδρούπολη και δεν ήθελα γιατί είναι γελοία αυτά τα πράγματα.
Λ.Χ.: Όταν πήρα την απόφαση να φύγω από την Αλεξανδρούπολη και να ζήσω στα Κοίλα, όλοι είπανε: Εντάξει, θα πάει μία εβδομάδα, θα βαρεθεί και θα φύγει. Όταν όμως είδαν να κάνω ένα φοβερό μπαξέ με πολλές ντομάτες, μελιτζάνες, πιπεριές, αγγουράκια, κολοκυθάκια, να έχω κότες, κουνελάκια και γουρουνάκια και μ’ έβλεπαν κάθε μέρα να σκάβω και να φυτεύω, κατάλαβαν τότε πως αυτό ήθελα πραγματικά και αυτό μου αρέσει σήμερα!
Ζω εδώ και μια τριετία στο χωριό που μεγάλωσα. Θεωρώ πως τα Κοίλα είναι ο επίγειος παράδεισός μου. Το 2006, έφυγα οριστικά από την Αθήνα και ήρθα στην Αλεξανδρούπολη. Κι από το 2009, μετά το χαμό της μάνας μου και της αδερφής μου, εδώ. Σ’ αυτό το δωμάτιο που είμαστε σήμερα Θεοδόση, ήταν το καφενείο του πατέρα μου. Με επίπονες προσπάθειες έφτιαξα το κτήμα μας, εδώ στο έρημο και εγκαταλελειμμένο χωριό. Δώσαμε αγώνα για να κάνουμε το νεκροταφείο (ήταν επιθυμία της αδερφής μου να «κοιμηθεί» στο χωριό μας), επί 2 χρόνια δεν έφερναν μια βρύση κι όταν πια είχα φτάσει στο αμήν, αποφάσισε να βάλει ο τότε Δήμος Φερών. Η γνώμη της προηγούμενης δημοτικής αρχής των Φερών ήταν η εξής: Τι θέλετε και μας ταλαιπωρείτε, πέντε άνθρωποι είστε στα Κοίλα, να σηκωθείτε να φύγετε! Ακούς τι μας έλεγαν; Σ’ εμάς που έπρεπε να μας επιδοτούν, μιας και φυλάμε Θερμοπύλες εδώ!
Αλλά είμαι ευχαριστημένος, παρά τις ιδεολογικές μας διαφορές, με τον σημερινό αντιδήμαρχο Φερών, το Νίκο Γκότση. Αστυνομικός στο επάγγελμα, αλλά με την ευαισθησία ενός λαογράφου, καθώς έχει γράψει κι ένα εκπληκτικό βιβλίο για τις Φέρες, αγκάλιασε το χωριό μας και τον έχουμε δίπλα μας σε κάθε προσπάθεια. Μάλιστα το καλοκαίρι του 2011, γιορτάσαμε για πρώτη φορά και μια ποντιακή γιορτή, τα «Παρχάρια», και ενώ δε διαφημίστηκε αρκετά, ήρθε και ο Μητροπολίτης Άνθιμος και πάρα πολύς κόσμος.
Είχα, όλα αυτά τα χρόνια, την αμέριστη συμπαράσταση του πρώην Νομάρχη Έβρου, Νίκου Ζαμπουνίδη. Βοήθησε το χωριό μας. Και το 2007, ο τότε Δήμαρχος της Αλεξανδρούπολης, ο Γιώργος Αλεξανδρής, μου έκανε την πρώτη μεγάλη συναυλία στην Αλεξανδρούπολη. Να τα γράψεις όλα αυτά!
«Να είμαι νέος κι άνεργος
Τί κρίμα κι αδικία / Να ψάχνω μεροκάματο / Και νά’ μαι 23
Σαν άνθρωπος να μη μπορώ / Να πιω και εγώ ένα ποτό
Γράμματα, σπουδές, πτυχία / Και τ’ όνειρό μου γκρίζο
Ούτε μια ευκαιρία / Για να δείξω πως αξίζω
Φταίνε τα συστήματά σας / Που παιδεύουν τα παιδιά σας»
Οι πρόσφατες, από το κτήμα και το σπίτι του στιχουργού στα Κοίλα, είναι του Θεοδόση Βαφειάδη.
2 σχόλια:
Πολύ όμορφη. Μπράβο Θεοδόση!!! Την άξιζε ο Λευτέρης !!!
Σπύρος Σαμοΐλης
Μεταρσιωμένοι και ταλαντούχοι άνθρωποι που είχαν την τύχη να πορευτούν και να δημιουργήσουν στην υπέροχη εποχή του 60 και 70 !Ο Χαψιάδης βέβαια είναι νεότερος, αλλά "ποτισμένος" με τα πολιτιστικά δρώμενα και τη δημιουργική λαχτάρα εκείνης της εποχής όπου τα τραγούδια γραφόταν για να πουν "κάτι". Κάτι όμορφο, πολιτικό, κοινωνικό και όχι χυδαίο και απολίτιστο. Υπέροχη συνέντευξη μπράβο !
Δημοσίευση σχολίου