Τα τελευταία χρόνια ζει στην Αίγυπτο όπου και ασχολείται – με τι άλλο; - με την Ελληνική γλώσσα και τον Πολιτισμό. Όταν του ζητήσαμε να γράψει την ιστορία κάποιου τραγουδιού του επέλεξε το «Σφουγγαράκι» από ένα σημαντικό και αδικημένο – κατά την ταπεινή μου γνώμη – δίσκο: «Τα τραγούδια του χαμένου ποιητή». Ένας κύκλος τραγουδιών σε μουσική-ενορχήστρωση Δημήτρη Μαρκατόπουλου, ο οποίος χρησιμοποίησε μόνο φυσικά όργανα και είκοσι αξιόλογους μουσικούς στην ηχογράφηση που έγινε στη Θεσσαλονίκη και σε στίχους του Χρίστου Γ. Παπαδόπουλου. Ο Γιάννης Τσατσόπουλος υπογράφει τους στίχους σε δυο τραγούδια του δίσκου. Τα τραγούδια αυτά άκουσε το 1992 ο αξέχαστος Μάνος Χατζιδάκις, τα πίστεψε και έδωσε μάλιστα ο ίδιος το όνομα – τίτλο του δίσκου! Αλλά δυστυχώς δεν πρόλαβε να τον εκδώσει ο ίδιος… Θα το κάνει εννέα χρόνια αργότερα ο γιος του Γιώργος Χατζιδάκις - Θεοφανόπουλος. Τα τραγούδια του χαμένου ποιητή κυκλοφόρησαν το 2001 με ερμηνευτή έναν από τους καλύτερους τραγουδιστές των τελευταίων χρόνων, τον Παντελή Θεοχαρίδη.
κάνει κύκλους η ζωή,
δυο παράλληλες ευθείες
ζωγραφίζει η λογική.
Ανασαίνω μες στη σκόνη
των χαμένων επαφών.
Όλοι έρχονται και γράφουν…
Και τι έγινε λοιπόν;
Σφουγγαράκι το κορμί μου
σ' ένα μαύρο πίνακα,
της αγάπης μου τα λάθη
διορθώνει μαγικά
Στης Μεσόγειου το κύμα
γλάροι κάνουνε βουτιά,
στου ορίζοντα το τέρμα
άσπρα φάνηκαν πανιά.
Ανασαίνω την ελπίδα
την αρμύρα, το παρόν.
Πάλι χάθηκαν! Το είδα.
Και τι έγινε λοιπόν;
Σφουγγαράκι η ψυχή μου
σ' ένα πέλαγο βαθύ,
τα καράβια της Καλύμνου
περιμένει μια ζωή.
Είναι όμως και κάτι άλλες φορές, που αναγκάζομαι να γίνω στενογράφος της μούσας που με επισκέπτεται, ποτάμια μελάνι κυλάνε εκεί στα ίδια απόκρημνα, γίνονται καταρράκτης και παρασύρομαι ακούσια στην ορμητική ροή του. Είναι αυτές οι άγιες στιγμές που γράφεις και νιώθεις να επικοινωνείς με το σύμπαν. Νιώθεις πως κάποιος εκεί έξω από τον κόσμο σου και τον κόσμο όλων, σου υπαγορεύει τις λέξεις, τις ρίμες, το τραγούδι ολόκληρο.
Τα περίεργα μ’ αυτό το στιχάκι, δεν τελειώνουν εδώ. Ήταν τόσο καταιγιστικός ο τρόπος του, που σχεδόν αμέσως το έστειλα στον Δημήτρη Μαρκατόπουλο με φαξ. Με τον Δημήτρη, να σημειώσω, ήμαστε ήδη φίλοι από το 1983 αλλά μόλις εκείνη τη χρόνια κατάφερα να τον πείσω να συνθέσει μουσικές. Σε λίγη ώρα μου τηλεφώνησε να πάω από το σπίτι του μετά τη δουλειά. Εκεί με περίμενε δεύτερη έκπληξη. Η μουσική που έγραψε, με τον ίδιο καταιγιστικό τρόπο μόλις έλαβε το στίχο, ήταν αυτή που είχα στο μυαλό μου. Ήταν αυτή που θα έγραφα αν ήξερα μουσική. Ήταν αυτή που φανταζόμουνα, όπως μου συμβαίνει συχνά, όταν έγραφα το στιχάκι.
Μεγάλη επιτυχία; Όχι. Ούτε καν μικρή. Κι αν έπρεπε να μεταφραστεί σε μαθηματικούς κώδικες, θα σταματούσε στις αρχές σχεδόν των πρώτων τετραψήφιων ρητών αριθμών.
Γράφω για να μην τρελαθώ πρώτα απ’ όλα κι όχι για να τρελάνω τους μηχανισμούς πωλήσεων.
Ό,τι κι αν πω, δυστυχώς δεν θα καταφέρω να εξηγήσω καλύτερα γιατί διάλεξα αυτό το τραγούδι κι όχι «τα χαμοπούλια», για παράδειγμα, που αγαπήθηκαν από πολύ κόσμο. Όμως εκείνο το παλιό μεσημέρι είπα ότι το τραγούδι αυτό, αν δικαιούμαι έναν αποχαιρετισμό, θέλω να ναι το «ξόδι» μου. Να φύγω μ’ αυτό. Το νιώθω τόσο αληθινά «δικό μου», που ακόμα και σήμερα, σχεδόν είκοσι χρόνια μετά, το ίδιο λέω.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου